Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Το αριστούργημα ενός μισάνθρωπου


Αισθάνομαι λίγο άβολα όταν καλούμαι να εκφέρω άποψη για ένα έργο που έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της λογοτεχνίας. Το “Ταξίδι στην Άκρη της νύχτας διαθέτει πράγματι όλα τα χαρακτηριστικά ενός αριστουργήματος: σε αρπάζει από την πρώτη σελίδα του και σε βυθίζει στο δικό του σύμπαν, σε κάνει άλλοτε να νιώθεις πως σε πάτησε ένα τρένο και άλλοτε πως έγινες κοινωνός ενός άφατου μυστικού της ανθρώπινης ύπαρξης, σε ακολουθεί ακόμα και τις ώρες που δεν το διαβάζεις και με το που το τελειώνεις σε κάνει να αδημονείς για την επόμενη, πιο προσεκτική, ανάγνωση.
Γραμμένο το 1932, στον απόηχο του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου , το “Ταξίδι” είναι μια καταγραφή της βαθύτερης ανθρώπινης κατάστασης ,όπως την αντιλαμβάνεται ο βετεράνος στρατιώτης Λουί Φερντινάντ Σελίν. Δεν είναι τυχαίο πως ο Σελίν θέτει τον ήρωά του,τη λογοτεχνική του περσόνα Φερδινάνδο Μπαρνταμού, εν μέσω οριακών καταστάσεων.Μέσα από τον πόλεμο, μπροστά στις αρρώστιες, στη μοναξιά της αχανούς ζούγκλας και την αποξένωση μιας μεγαλούπολης μπορεί να αποδειχθεί η πάγια πεποίθηση του Σελίν, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα ζώο φρικτό, επικίνδυνο και αιμοβόρο, του οποίου οι αναστολές κρατούν μόνο όσο κρύβεται πίσω από την ψευδαίσθηση πολιτισμού που προβάλλει. Το “ταξίδι” λοιπόν συνίσταται στην αποκάλυψη της ανθρώπινης βαρβαρότητας και τελικός προορισμός είναι το ίδιο το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.

 "Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβάσαι, πάντοτε"

Αφετηρία της διαδρομής είναι η πλατεία Κλισύ, όπου ο νεαρός σπουδαστής ιατρικής Φερδινάνδος, παρακινημένος από έναν φίλο, σπεύδει να καταταγεί εθελοντικά στο γαλλικό στράτευμα. Οι συγκυρίες θα τον οδηγήσουν στα πεδία των μαχών του Ά παγκοσμίου πολέμου, του πολέμου που είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο, μεγαλύτερο και από τον αντίστοιχο του επόμενου παγκόσμιου πολέμου, στην πορεία της δυτικής σκέψης. Για πρώτη φορά φάνηκε σε κοινή θέα πόσο μπορεί να αποκτηνωθεί ο άνθρωπος :οι μαζικές σφαγές αμάχων, οι εκατόμβες των στρατιωτών και η άθλια ζωή τους στα χαρακώματα δεν είχαν κανένα προηγούμενο. Ό,τι ξεκίνησε ως πατριωτικός ενθουσιασμός για τον Φερδινάνδο , καταλήγει σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης που υπακούει απόλυτα τα ένστικτα. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία δεν παίζουν κανένα ρόλο, καθώς μια οβίδα είναι αρκετή για να μετατρέψει σε στάχτη και τον ικανότερο μαχητή. Κάθε διαταγή φαντάζει παράλογη, ένα βήμα προς τον βέβαιο θάνατο, στα μάτια των απογοητευμένων στρατιωτών.Η κατάσταση αυτή κλονίζει την ψυχική υγεία του “σκοτωμένου σε αναστολή”,'οπως κυνικά αυτοχαρακτηρίζεται, Φερδινάνδου.

 "Ο πόλεμος, αυτή η πουτάνα λύσσα που έσπρωχνε τη μισή ανθρωπότητα στοργική ή μη να ξαποστείλει την άλλη μισή στο σφαγείο."

Έτσι από τις φωτιές της μάχης ο Μπαρνταμού μεταφέρεται στο φαινομενικά προστατευμένο περιβάλλον μιας ειδικής κλινικής προκειμένου να επανακάμψει. Εκεί θα γίνει μαζί με άλλους στρατιώτες πειραματόζωο που υποβάλλεται σε νέες θεραπευτικές μεθόδους , καθώς η μητέρα Γαλλία τους χρειάζεται το συντομότερο δυνατόν υγιείς για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο στην πολεμική μηχανή. Στη διάρκεια της νοσηλείας του, ο Φερδινάνδος θα γνωρίσει και άλλους στρατιώτες που με θράσος εξαργυρώνουν την αξία κατορθωμάτων που ουδέποτε πέτυχαν.΄Οταν έχει πλέον απαλλαγεί από τα στρατιωτικά του καθήκοντα βρίσκεται μόνος και απένταρος, εγκαταλελειμμένος από την πατρίδα.
Η μόνη του επιλογή είναι να μπαρκάρει για κάποια γαλλική αποικία στη Αφρική μαζί με γραφειοκράτες και τυχοδιώκτες προκειμένου να κερδίσει κάποια χρήματα. Στο σημείο αυτό ο λευκός άνθρωπος μακριά από τις προφάσεις κοσμιότητας, τρέπεται σε ένα αληθινό ζώο έτοιμο να να ικανοποιήσει κάθε ένστικτο, να επιδοθεί σε κάθε χυδαιότητα, να κλέψει, να σκοτώσει για να μη σκοτωθεί. Οι ντόπιοι πάλι βρίσκονται σε μια ημιάγρια κατάσταση, εντελώς αμόρφωτοι, αλλά εξίσου μπαγαπόντηδες με τους Ευρωπαίους. Η ζωή στην κατάφυτη ζούγκλα, ανάμεσα σε σμήνη εντόμων και κάτω από τον καυτό ήλιο γίνεται αφόρητη για τον Μπαρτναμού.
Τα πράγματα εξελίσσονται έτσι , ώστε ο ήρωας μας να βρεθεί στη μητρόπολη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη. Και εδώ οι προσδοκίες του θα διαψευστούν. Μέσα στην πολυπληθέστερη πόλη του πλανήτη, θα νιώσει πιο μόνος από ποτέ .Οι άνθρωποι δε δείχνουν καμία διάθεση για επικοινωνία και ο Φερδινάνδος δεν έχει παρά να τους παρακολουθεί να επιδίδονται στη σύγχρονη εκδοχή του “άρτος και θεάματα” μέσα στα πολυτελή ξενοδοχεία και πίσω από τις φανταχτερές βιτρίνες των καταστημάτων. Ακόμα και το σεξ βγαίνει από τη ζωή του, καθώς είναι αδύνατο να προσεγγίσει τις εκθαμβωτικής ομορφιάς πλην παγερές νεοϋορκέζες. Υποκατάστατο επικοινωνίας και ψυχαγωγίας γίνεται ο κινηματογράφος. Προσπαθώντας να συντηρηθεί ο Φερδινάνδος πιάνει δουλεια στο εργοστάσιο της Φορντ, όπου “οι μηχανές δουλεύουν τους ανθρώπους”.Αυτή η απόλυτα μηχανοποιημένη εργασία κλονίζει ακόμα περισσότερο τον ήρωα που γίνεται ένα πραγματικό ράκος κάθε φορά που τελειώνει το οκτάωρο. Πρόκειται για μια από τις πρώτες φωνές διαμαρτυρίας για την εργασιακή αποξένωση του 20ου αιώνα. Το μόνο πρόσωπο που τελικά του προσφέρει ουσιαστική φροντίδα και αληθινή αγάπη είναι η Μόλλυ, μια νεαρή πόρνη και ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που σκιαγραφούνται θετικά από τον Σελίν.

"Όλα έτρεμαν στο πελώριο κτήριο, κι εσύ ο ίδιος τρεμουλιαστός απ΄ τα ποδάρια ίσαμε τ΄αυτιά , απ΄τις δονήσεις που ΄ρχονταν απ΄τα τζάμια κι απ΄το πάτωμα κι απ΄τα σιδερικά, ταρακουνημένος από πάνω ως κάτω. Τόσο, που γινόσουνα κι εσύ μηχανή, μ΄όλο σου μάλιστα το κρέας να τρέμει μες σ΄αυτόν το θόρυβο της τεράστιας λύσσας που σε γράπωνε εντός σου και γύρω απ΄το κεφάλι και πιο κάτω, τραντάζοντας τα σωθικά σου , και που ανέβαινε ως τα μάτια με μικρούς, ταχείς κραδασμούς, ατελείωτους, ακάματους."

Όταν πλέον η δουλειά στο εργοστάσιο και η εγκατάλειψη που αισθάνεται στη σύγχρονη μεγαλούπολη γίνονται αφόρητες, ο Φερδινάνδος επιστρέφει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να εργαστεί ως γιατρός. Το δεύτερο μισό του βιβλίου καλύπτει ακριβώς την καριέρα του ως γιατρού και θα μπορούσε να είναι ένα αυτοτελές έργο. Το ύφος, το περιεχόμενο , η τραγική κατάληξη και οι χαρακτήρες θυμίζουν πολλά έργα της ανθρώπινης κωμωδίας του Μπαλζάκ. Ως γιατρός ο πρωταγωνιστής γνωρίζει τον μικροαστικό τρόπο σκέψης και δράσης, τις προκαταλήψεις που τρέφουν τα λαϊκά στρώματα και κυρίως τη νύχτα, το σκοτάδι που κρύβεται σε κάθε παρισινή κατοικία. Στις σελίδες αυτές παρελαύνουν άνθρωποι που προτιμούν να αφήσουν την κόρη τους να πεθάνει από το να πληγεί το κύρος της οικογένειας, γονείς που εκδικούνται σαδιστικά τα παιδιά τους, ζευγάρια που δε λογαριάζουν τίποτε μπροστά στο κέρδος. Κάθε περιστατικό που αναλαμβάνει είναι και μια απόδειξη της σκληρότητας και της απανθρωπιάς που μάταια προσπαθούμε να κρύψουμε μέσα μας. Τελικά , όπως και στον πόλεμο, ο Φερδινάνδος θα γίνει συνένοχος στην καθημερινή σφαγή ,συνήθως αναίμακτη, που παρακολουθεί. Θα γίνει θύτης για να μην είναι αυτός το θύμα, θα εξαπατήσει για να μην εξαπατηθεί .Αυτή είναι και η μεγάλη μαεστρία του Σελίν, δείχνει πως κανένας δε μπορεί να ξεφύγει από τον ανθρώπινο βούρκο στην επιφάνεια του οποίου γεννιέται, αντίθετα είναι καταδικασμένος να βυθιστεί σε αυτόν.

Το ύφος και η γλώσσα του Σελίν είναι μοναδική. Απρόοπτη, παιχνιδιάρικη, βλάσφημη θα ταίριαζε ακόμα και σε ένα έργο γραμμένο στο σήμερα. Ο Σελίν ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη λόγια, ακαδημαϊκή γλώσσα που κυριαρχούσε τότε στη Γαλλία.Το σκληρό περιεχόμενο και η πικρή αλήθεια επιβάλλουν ένα ιδίωμα εξίσου αμείλικτη και ρεαλιστική. Δε μπορείς να συμπεριφερθείς στον πόλεμο, τον θάνατο και την κακία με το γάντι. Η γλώσσα αυτή σε συνδυασμό με την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι που σοκάρει ακόμα περισσότερο τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Μοναδική είναι εξάλλου η ειρωνεία και ο κυνισμός με τον οποίο σχολιάζονται τα διάφορα περιστατικά, ένα χιούμορ πικρόχολο και συνάμα καθαρτήριο.
Τέλος μόνο η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να αποτυπώσει τον μεταφραστικό άθλο της Σεσίλ Ιγγλέση Μργέλλου. Το κείμενο είναι ολοζώντανο και ρέει απρόσκοπτα. Υπάρχουν σημεία , στα οποία γίνεται εμφανής η λογοτεχνική αρετή αυτής της γυναίκας. Η μετάφραση βέβαια δεν κρίθηκε άξια για κάποιο βραβείο τη χρονιά που εκδόθηκε. Ταξίδι στην άκρη της μικροψυχίας ,όπως σχολίασε εύστοχα ο Νίκος Δήμου.
Λίγα βιβλία έχουν τη δύναμη του “Ταξιδιού”, τη λογοτεχνική και εκφραστική του αρτιότητα , την ικανότητα να σφηνώνονται στο κεφάλι μας και να αναδύονται ανά διαστήματα. Κάποιοι χαρακτήρισαν τον Σελίν μισάνθρωπο. Πιθανότατα ήταν .Διαβάζοντας όμως το βιβλίο μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει και ρεαλιστή, ψύχραιμο παρατηρητή της ανθρώπινης υποκρισίας και κακίας.


" Αναδευόμασταν ράθυμα ανάμεσα στα καταστρώματα, σάμπως  χταπόδια στον πάτο μπανιέρας με γλυφό νερό.Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν΄ απλώνεται πάνω στο πετσί η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, εντελώς ασυμμάζευτη με λίγα λόγια, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Τροπικό ατμόλουτρο ενστίκτων σαν τις οχιές και τα βατράχια που έρχονται εν τέλει ν΄απλωθούν τον Αύγουστο στους ραγισμένους τοίχους των φυλακών.Στα κρύα της Ευρώπης , , , μες στη σεμνότυφη μουντάδα του Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας,  μα έτσι και τους κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα τους κατακλύζει την επιφάνεια.Τότε είναι που ξεβρακώνεται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μας κουκουλώνει ολόκληρους,Είναι η βιολογική ομολογία.Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μας αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν  λίγο τη μέγκενη , μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς αυτά που ανακαλύπτεις στο χαρωπό γιαλό  με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρομερούς, καβούρια , ψοφίμια και σβουνιές."

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Moby Dick ή Η Φάλαινα

Η σειρά orbis literae είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα στον ελληνικό εκδοτικό χώρο.Σε διάστημα μικρότερο των 20 ετών  έχουν εκδοθεί ορισμένα έργα - σταθμοί στην ιστορία της λογοτεχνίας, τα οποία  κακά τα ψέματα απευθύνονται σε ένα κοινό πιο περιορισμένο, καθώς παρά την τεράστια αξία τους δεν προσφέρονται για βιαστική, "διαγώνια" ανάγνωση. Ένα από τα έργα αυτά που οι εκδόσεις gutenberg χάρισαν στο ελληνικό κοινό είναι το θρυλικό "Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα", η ιστορία ενός φαλαινοθηρικού στη διάρκεια ενός τριετούς ταξιδιού του.Το έπος αυτό του Μέλβιλ συγκαταλέγεται μαζί με τις περιπέτειες του Χακ Φιν στους θεμέλιους λίθους της αμερικανικής λογοτεχνίας.
  Προτού περάσω στην υπόθεση, μια αναφορά πρέπει να γίνει στο ύφος του Μέλβιλ.Η γραφή χαρακτηρίζεται από την ασύγκριτη περιγραφική δύναμη που συναντάμε στην αμερικανική λογοτεχνική παράδοση.Σε κανέναν άλλο συγγραφέα οι λέξεις δεν ανέσυραν με τέτοια ταχύτητα και ένταση εικόνες από τη φαντασία μου.Οι περιγραφές ξετυλίγουν ολόκληρα σκηνικά με τσακισμένες βάρκες, το πλήρωμα του φαλαινοθηρικού Πικουοντ που δουλεύει πυρετωδώς στην κουβέρτα του πλοίου, κοπάδια από καρχαρίες και αγριεμένα κήτη στην αφρισμένη θάλασσα.Μοναδική είναι και η ποιητικότητα και η ζωντάνια των περιγραφών της θάλασσας.Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι λευκές σελίδες χάθηκαν για λίγο από τα μάτια μου για να δώσυν τη θέση τους στο αχανές γαλάζιο του ωκεανού.Ο λόγος του Μέλβιλ είναι μακροπερίοδος και σπάει σε μικρότερες ημιπεριόδους με τη συχνή χρήση της άνω τελείας πράγμα που καθιστά δυνατή την παρακολούθηση των εκτενών παρομοιώσεων ή των παθιασμένων μονολόγων του Αχαάβ, του καπετάνιου του Πίκουοντ.Αυτό που αρχικά με δυσκόλεψε ήταν η χρήση των διάφορων ναυτικών όρων, δυσκολία που όμως ξεπερνιέται γρήγορα.
       Όσον αφορά το έργο αυτό  καθαυτό είναι καρπός της πολύχρονης θητείας του Μέλβιλ σε φαλαινοθηρικά πλοία.Ο Μέλβιλ συνήθιζε να μετατρέπει την προσωπική πείρα σε λογοτεχνία: το White Jacket είναι η καταγραφή των εντυπώσεών του από τη θητεία του στο πολεμικό ναυτικό·το Τypee μια μυθιστορηματική αφήγηση της τετράμηνης αιχμαλωσίας που έζησε κοντά σε ημιάγριες φυλές.Και εδώ λοιπόν ο Μελβιλ αξιοποιεί τις γνώσεις που απέκτησε στη διάρκεια των ταξιδιών του προκειμένου να αποδώσει με ακρίβεια τη ζωή στο Πίκουοντ και το κυνήγι φάλαινας.Συχνά η εξιστόρηση των γεγονότων διακόπτεται για να δοθούν πληροφορίες σχετικά με τη φαλαινοθηρική τέχνη,τη ζωή στη θάλασσα, την ανατομία και την διατροφή των φαλαινών.Εντύπωση προκαλεί ασφαλώς η καλλιέργεια του νεαρού φαλαινοθήρα, καθώς στο κείμενο αφθονούν οι αναφορές στην ελληνική και ινδική μυθολογία,τη χριστιανική γραμματεία και τις παραδόσεις των αυτοχθόνων της αμερικανικής ηπείρου.
      "Λέγε με Ισμαήλ"  Έτσι ξεκινάει το έπος του Μέλβιλ.Ο Ισμαήλ είναι τυπικά ο αφηγητής και σε ένα βαθμό λειτουργεί ως περσόνα του συγγραφέα.Παρόλα αυτά ο Ισμαήλ διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο της αφήγησης μονάχα στο ένα πέμπτο σχεδόν του βιβλίου.Είναι περισσότερο ένας δούρειος ίππος, μια κάμερα που χρησιμοποιεί ο Μέλβιλ για να μπει στο πλοίο και στη συνέχεια αποκτά δευτερεύοντα ρόλο, δε συμμετέχει σε σημαντικές συζητήσεις όυτε πρωταγωνιστεί σε καίρια σημεία του έργου.Το πρώτο ενικό πρόσωπο βέβαια διατηρείται, αλλά συχνά παρεμβάλλονται μονόλογοι άλλων προσώπων με έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας εξαιτίας των πολλών αποστροφών που πληθαίνουν όσο πλησιάζουμε στην τελική κορύφωση.Συχνά επίσης ο Ισμαήλ απευθύνεται στον ναγνώστη χρησιμοποιώντας β΄ ενικό, όπως στο κεφάλαιο "ο δικηγόρος".Αυτό το είδος της αφήγησης και κυρίως η πολυπρισματικότητα  που εντοπίζεται στα πρόσωπα που παίρνουν το λόγο αποτελόυν εξαίρεση στον κανόνα της κλασικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, στην οποία κυριαρχούσε ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής.

"Δεν έλεγαν λέξη,σπάνια μόνο·έτσι, το σιωπηλό πλοίο, επανδρωμένο θα λεγε κανείς με μπογιατισμένους κέρινους ναύτες,εξακολουθούσε να τρέχει κάθε μέρα σαν τρελό μέσα σε όλη εκείνη τη μάνητα, σε όλο εκείνο το χαροκόπι των δαιμονισμένων κυμάτων που κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα.Η ίδια ανθρώπινη βουβαμάρα μπρος στα ουρλιαχτά του ωκεανού επικρατούσε και τη νύχτα"

  Ένα μυθιστόρημα σαν το "Μόμπι Ντικ" μπορεί φυσικά να διαβαστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.Αρχικά μπορεί να διαβαστεί ως μια απλή ναυτική ιστορία, η περιπέτεια ενός νεαρού ναυτικού στα επικίνδυνα νερά του Ειρηνικού και του Ατλαντικού.Από αυτήν την άποψη βίωσα απόλαυση ανάλογη με αυτή που μου προσέφεραν τα παιδικά αναγνώσματα του Βερν.Λίγα είναι τα έργα που συνδυάζουν με τέτοιο τρόπο την εκφραστική αρτιότητα  με την καλοσχεδιασμένη περιπέτεια.Ο Μέλβιλ χρησιμοποιώντας ένα απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο και μια παραστατική γλώσσα δίνει μια ιστορία με έντονο μεταφυσικό στοιχείο για μια φάλαινα που σχεδόν συνειδητά συγκρούεται με τον Αχαάβ.
   Το "Μόμπι Ντικ" μπορεί επίσης να θεωρηθεί ένα παράδειγμα της διαχρονικής σύγκρουσης ανθρώπου και φύσης.Το μοναχικό Πίκουοντ ταξιδεύει στο κατεξοχήν φυσικό στοιχείο, το νερό , και συγκρούεται με το ζώο - σύμβολο της παντοδυναμίας της φύσης, τη φάλαινα.Η σύγκρουση αυτή δε μπορεί παρά να είναι σκληρή και να λήξει με την επικράτηση της φύσης: "Το μεγάλο σάβανο της θάλασσας συνέχισε να κυματίζει όπως κυμάτιζε πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια"
    Πάνω από όλα όμως το στο "Μόμπι Ντικ" έχουμε μια ιστορία εκδίκησης, μια ιστορία για την ανθρώπινη αλαζονεία και τις εμμονές μας.Ο σκοτεινός κυβερνήτης Αχαάβ, λαβωμένος από τη μεγάλη άσπρη φάλαινα στη διάρκεια ενός ταξιδιού, θέτει ως σκοπό της ζωής του να εκδικηθεί το κήτος.Για να το πετύχει αυτό στερείται τροφή και ύπνο, φανατίζει και ορκίζει σε μια ιδιαίτερα υποβλητική σκηνή το πλήρωμά του, είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του και τελικά φτάνει στα όρια της τρέλας.Το κεφάλαιο στο οποίο ο Αχαάβ κατασκευάζει  ο ίδιος το καμάκι του είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα που έχω συναντήσει ,καθώς συνοψίζει το πάθος και το εκδικητικό μένος του ημίτρελου πλέον κυβερνήτη.Η φιγούρα του Αχαάβ είναι από μόνη της ένας καλός λόγος να καταπιαστεί κανείς με αυτό το αριστούργημα.


"Όχι,όχι...όχι νερό γι αυτήν·θέλω να βαφτεί και να σκληρύνει μέσα σε αληθινό αίμα προκαλώντας κάποιο θάνατο.Ε σες-εκειδά1Τάστιγκο, Κουίκουεγκ, Ντάγκου1Τι λέτε ειδωλολάτρες! Θα μου δώσετε το αίμα που χρειάζεται για να βάψω αυτήν την ακίδα;"είπε κρατώντας την ψηλά.Τρία ταυτόχρονα νεύματα της κεφαλής αποκρίθηκαν-Ναι.Τρια τρυπήματα έγιναν στην ειδωλολατρική σάρκα και οι ακίδες που προορίζονταν για την Άσπρη Φάλαινα βάφτηκαν μες στο αίμα.
   "Ego non baptizo te in nomine patris, sed in nomine diaboli",ούρλιαξε παραμιλώντας σαν τρελός ο Αχαάβ, καθώς το κακόβουλο καμάκι, έτσι πυρωμένο όπως ήταβ, ρουφούσε το αίμα όπου γινόταν η βάφτιση. 

  Ιδιαίτερη ,τέλος, αναφορά αξίζει ο Χριστοδούλου -να σημειωθεί πως ο ίδιος έχει εικονογραφήσει σχεδόν ολόκληρο το έργο, όπως φρόντισε να με ενημερώσει ο ναυτίλος στα σχόλια -, ο οποίος κατάφερε να μεταφράσει ένα τόσο δύσκολο έργο στη γλώσσα μας και κατάφερε να διατηρήσει την εκφραστική δύναμη και το λυρισμό του πρωτότυπου.

  












Ivan Konstantinovich Aivazovsky-The Harbor at Odessa on
 the Black Sea