Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Σάμπατο-Λογοτεχνία και Πραγματικότητα

"Οι παρεξηγήσεις ,λοιπόν,προέρχονται από το γεγονός ότι υποτίθεται πως η τέχνη τελικά έχει για αποστολή της ν΄αντιγράφει την πραγματικότητα...Όμως η λογοτεχνία δεν έχει αποστολή φωτογραφικής μηχανής.Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να θέλει να πληροφορηθεί για τη γεωργία της Γαλλίας, στο τέλος του περασμένου αιώνα, κοιτάζοντας τους πίνακες του Βαν Γκογκ.Είναι φανερό πως η τέχνη είναι μια οντοφάνεια,μα αποκάλυψη της πραγματικότητας, αλλά όλης της πραγματικότητας:όχι μόνος εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, όχι μόνο του λογικού αλλά και του παράλογου.Γιατί αν η τέχνη διαποτίζεται έντονα από την αντικειμενική πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει μέσω μιας πολύ λεπτής, σύνθετης σχέσης, όπως στα όνειρα.Τελικά κάθε τέχνη είναι ατομική γιατί αποτελεί το όραμα του κόσμου μέσω ενός μοναδικού πνεύματος.Κι αυτή είναι η πυσιώδης διαφορά μεταξύ τέχνης και επιστημονικής γνώσης.Στην τέχνη αυτό που έχει αξία είναι ακριβώς ετούτο το προσωπικό και μοναδικό σχήμα, αυτή η συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικότητας.Για αυτό υπάρχει ύφος στην τέχνη και δεν υπάρχει στην επιστήμη."

Το κείμενο αυτό του Σάμπατο, που υπήρξε σημαντικότατος δοκιμιογράφος εκτός από σπουδαίος λογοτέχνης, γράφτηκε με αφορμή την έβδομη διεθνή συνάντηση συγγραφέων στο Κεμπέκ τον Οκτώβριο του 1978.Το παραπάνω απόσπασμα σε μετάφραση Φίλιππου Δρακονταείδη προλογίζει την ελληνική έκδοση του "Τούνελ".Είναι φανερό πως ο Σάμπατο μέσα σε ελάχιστες, πυκνές προτάσεις συνοψίζει μεγάλο μέρος της αντίληψης των λατινοαμερικάνων ,και όχι μόνο,λογοτεχνών για την τέχνη τους.Οι γραμμές αυτές βρίσκονται πίσω από κάθε σελίδα του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Κάσαρες, του Μάρκες.


Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ένα μεγάλο παράπονο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Αύριο, 1η Νοεμβρίου , ξεκινάει το κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τολμώ να πω  ο σπουδαιότερος πολιτιστικός θεσμός της πόλης. Τα γνωστά στέκια γεμίζουν , οι περισσότερες αίθουσες είναι κατάμεστες -ακόμα και οι μη σινεφίλ θα κάνουν ένα πέρασμα για να έχουν μια κινηματογραφική εμπειρία διαφορετική από αυτήν που προσφέρουν τα multiplex σινεμά-, κόσμος κυκλοφορεί με το πρόγραμμα προβολών ανά χείρας, έξω από το ιστορικό Ολύμπιον οι θεατές συζητούν την ταινία που μόλις είδαν, ενώ παραδίπλα, στα εκδοτήρια, επικρατεί συνωστισμός για ένα τελευταίο εισιτήριο κάποιου πολυαναμενόμενου φιλμ.Με δυο λόγια η πόλη ζει, έστω και για δέκα μέρες, βγαίνει από την κατάπτωση που τη χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο διάστημα του έτους.

Αν κάποιοι περιμένουν εναγωνίως κάθε χρόνο το φεστιβάλ, αυτοί είναι οι σινεφίλ που αφιερώνουν ολόκληρη τη μέρα σε αυτό, παρακολουθώντας δυο, τρεις ή και περισσότερες ταινίες- οι κλινικές περιπτώσεις- την ημέρα. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα δαπανηρό.Πέρυσι μια κάρτα, η οποία επέτρεπε την είσοδο σε τρεις προβολές ανά ημέρα, του φεστιβάλ κόστιζε 80 ευρώ (50 για φοιτητές).Θα περίμενε κανείς πως με δεδομένη την φρικτή οικονομική κατάσταση οι ιθύνοντες θα φρόντιζαν ώστε να ελαφρύνουν κάπως όσους επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν από κοντά τη γιορτή αυτή και ασφαλώς να προσεγγίσουν νέο κοινό- κακά τα ψέματα οι φοιτητές είναι αυτοί που μπορούν ευκολότερα να βυθιστούν σε ένα αμιγώς κινηματογραφικό δεκαήμερο. Και όμως το κόστος όχι μόνο δε μειώθηκε, αλλά ούτε καν διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα! Συγκεκριμένα η κάρτα πλέον κοστίζει 35 ευρώ (25 για όσους δικαιούνται έκπτωση), αλλά δεν προσφέρουν στον κάτοχο τους κανένα εισιτήριο για ταινία, παρά μόνο την προνομιακή τιμή εισόδου των 2 ευρώ (κανονικό εισιτήριο χωρίς κάρτα 5 ευρώ). Αυτό σημαίνει πως για να δει κάποιος 30 ταινίες θα χρειαστεί 35+60= 95 ευρώ αντί των 80 που χρειάστηκε πέρυσι, ενώ ένας φοιτητής θα χρειαστεί 25 +60= 85 ευρώ αντί για τα περυσινά 50 ευρώ (η διαφορά χαώδης).Φυσικά πρόνοια δεν υπήρξε ούτε για τη μείωση του κανονικού εισιτηρίου.. 

Είναι τραγική η διαπίστωση πως ο πολιτισμός αρχίζει να περιχαρακώνεται, να αποκλείει την πλατιά μάζα αυτών που δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές ανάγκες. Ο πολιτισμός δεν είναι προνόμιο, πρέπει να προσφέρεται με τους καλύτερους όρους ,ειδικά στους ασθενέστερους.Με ποιον ακριβώς τρόπο συμβάλλει η αλλαγή αυτή στην ενθάρρυνση του νέου κοινού να προτιμήσει τις αίθουσες του φεστιβάλ και να έρθει σε επαφή με τις κινηματογραφικές τάσεις; Πώς θα προσελκύσει το χειμαζόμενο κοινό της πόλης ένα πολιτιστικό γεγονός  η παρακολούθηση του οποίου στοιχίζει τον 1/6 του βασικού μισθού;( γιατί όταν κανείς παρακολουθεί 5-6 ταινίες δε γίνεται κομμάτι του φεστιβάλ, δε συμμετέχει ουσιαστικά σε αυτό ούτε καταφέρνει να αποκτήσει πλήρη εικόνα).Κουλτούρα για τους λίγους.Ντροπή και κρίμα.


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

"Αλεξάνδρεια, πριγκίπισσα και πόρνη"

Είναι πραγματικά δύσκολο να μιλήσεις για το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο"(εκδ.Μεταίχμιο, μετάφραση Μαριάνα Παπουστοπούλου- χαρά στο κουράγιο της-) του Λόρενς Ντάρελ χωρίς να απογοητευτείς από την αδυναμία σου να παρουσιάσεις την μοναδική αναγνωστική εμπειρία που σου προσέφερε. Ακόμα και αυτήν την στιγμή δεν έχω κατασταλάξει σχετικά με το αν λάτρεψα αυτό το βιβλίο ή αν λύγισα  κάτω από το βάρος του, αποτυγχάνοντας τελικά να το απολαύσω όπως έπρεπε. Το σίγουρο είναι ότι ,ακόμα κι αν κανείς το απορρίψει, δε μπορεί παρά να μείνει έκθαμβος μπροστά σε αυτό το δαιδαλώδες, πρωτοποριακό  και βαθύ σαν άβυσσο λυρικό έπος του Ντάρελ.

Και  ο Ντάρελ είναι ο άνθρωπος που έζησε με τέτοιο τρόπο που του επέτρεψε να συνθέσει το Κουαρτέτο. Τυχοδιώκτης που ουσιαστικά απαρνήθηκε την πατρίδα του  ο Ντάρελ περιπλανήθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, στα ελληνικά νησιά, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο, αργότερα στην Γαλλία και πιο μακρυά ,στην Αργεντινή, ζώντας μια κυριολεκτικά μυθιστορηματική ζωή με θυελλώδεις έρωτες, πολλούς γάμους, σκοτεινές οικογενειακές ιστορίες- κάποιο μιλούν για αιμομικτικό σκάνδαλο- και περιόδους έντονης ενδοσκόπησης. Σχεδόν όλο του το έργο, χάρη στο οποίο κατατάσσεται στις μεγαλύτερες λογοτεχνικές μορφές του περασμένου αιώνα, είναι μια στοχαστική και ενδελεχής ανάγνωση της προσωπικής του ιστορίας.Τα τέσσερα μυθιστορήματα του Κουαρτέτου είναι το σπουδαιότερο έργο του Ντάρελ, που απέδειξε πως μια τέτοια καταιγίδα μπορεί να δημιουργηθεί μόνο από όσους κρύβουν μέσα τους ένα πραγματικό χάος.

"Αυτό που πιότερο χρειάζομαι να κάνω είναι να καταγράφω εμπειρίες, όχι με τη σειρά που έγιναν τα πράγματα- γιατί αυτό είναι ιστορία-, αλλά με τη σειρά που άρχισαν να παίρνουν τη σημασία τους για μένα"

Η ανάγνωση του Κουαρτέτου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Προχωράει με αργούς ρυθμούς, καθώς κάθε λέξη είναι λεπτοδουλεμένη ώστε να συμπληρώνει το τεράστιο λυρικό μωσαϊκό, βυθίζοντας τον αναγνώστη στην γοητευτική του ατμόσφαιρα, την γεμάτη μυστικισμό Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου, την προσωπική ζωή μιας σειράς προσώπων με διασταυρούμενες ερωτικές επιθυμίες. Ο Ντάρελ υιοθέτησε ένα σχεδόν παραληρηματικό, αυστηρά προσωπικό και γεμάτο συναισθηματισμό ύφος , ενώ ταυτόχρονα επέλεξε μια ιδιαίτερα σύνθετη δομή για την τετραλογία του.Το κουαρτέτο είναι μια συρταρωτή αφήγηση, όπου ο συγγραφέας επαναφέρει τον αναγνώστη περισσότερες φορές στα ίδια γεγονότα , ώστε να σχηματιστεί τελικά μια παράσταση της πραγματικότητας, χωρίς όμως να τηρείται χρονολογική σειρά- η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται άτακτα και απροειδοποίητα- και χωρίς κάποια από τις πολλές φωνές που παίρνουν το λόγο να μπορεί να υποστηρίξει πως κατέχει αυτοτελώς ολόκληρη την αλήθεια.

"Τα μακρινά γεγονότα, παραλλαγμένα από την ανάμνηση, κερδίζουν μια καπνισμένη λάμψη επειδή τα βλέπουμε απομονωμένα, διαχωρισμένα από τις λεπτομέρειες που προηγήθηκαν ή τα ακολούθησαν, τις κλωστές και τα περιτυλίγματα του χρόνου.Το ίδιο παθαίνουν και τα πρόσωπα που τα υποδύθηκαν·κι αυτά υφίστανται αλλοιώσεις·βυθίζονται αργά, όλο και βαθύτερα στον ωκεανό της μνήμης, σαν τα σώματα των πνιγμένων που βαραίνουν βρίσκοντας σε κάθε επίπεδο μια άλλη εκτίμηση, μια νέα αξιολόγηση μέσα στην ανθρώπινη καρδιά"

 Έτσι στο πρώτο και στο τελευταίο βιβλίο, την "Τζαστίν" και την "Κλέα", αφηγητής είναι ο συγγραφέας Ντάρλι, που φαίνεται να λειτουργεί ως περσόνα του Ντάρελ και προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του στην αγαπημένη Αλεξάνδρεια και να επεξεργαστεί  το πλέγμα των σχέσεων που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους του κύκλου του. Η αφήγησή του είναι η πιο λυρική, ακόμα και όταν εμφανίζεται σαφώς ωριμότερος στο τέταρο βιβλίο, καθώς παλεύει με μνήμες και φαντάσματα μιας ζωής που έχει παρέλθει οριστικά. Στον "Μπαλτάζαρ" συχνά τα ηνία της αφήγησης αναλαμβάνει ο ομώνυμος ήρωας, ο οποίος έχοντας διαβάσει το έργο του Ντάρλι του στέλνει διάφορες σημειώσεις που εν πολλοίς ανατρέπουν την εικόνα που είχε σχηματίσει ο τελευταίος στο μυαλό του για τα πράγματα. Στο τρίτο βιβλίο,τον "Μαουντόλιβ", κατά τη γνώμη μου το πιο αδιάφορο του Κουαρτέτου, ο Ντάρελ κάνει μια παραχώρηση υπέρ του κλασικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος και του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, ώστε να επισκοπήσει την κατάσταση υπό ένα ευρύτερο πρίσμα. Πέρα από τους αφηγητές, στις σελίδες του Κουαρτέτου εντάσσονται και άλλα βιβλία: αυτό του Αρναούτη, πρώην συζύγου της Τζαστίν που όπως και ο Ντάρλι προσπαθεί να ψυχολογήσει τη σύντροφό του και να αναπλάσει νοερά το παρελθόν του, αλλά και οι σημειώσεις ενός κυνικού αυτόχειρα συγγραφέα, του Περσγουόρντεν, που δίνει άλλη διάσταση στα πάθη των χαρακτήρων. Και φυσικά αμέτρητες είναι οι αναφορές σε άλλα έργα και ιδιαίτερα στα ποιήματα του Καβάφη...

Το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" δε συμπυκνώνεται, δεν είναι δυνατό να το αναδιηγηθείς περιληπτικά και θα ήμουν εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι σε όποιον ισχυριστεί πως συνέλαβε όλη την ουσία του. Στη διάρκεια της ανάγνωσης είχα την αίσθηση πως μπαίνω όλο και πιο βαθιά σε ένα αχανές, σκοτεινό σπήλαιο, προχωρώντας πάντα με το ένα χέρι στον τοίχο. Μπορείς να το προσεγγίσεις αργά-αργά, γωνία-γωνία, να θαυμάσεις υπό το φως ενός δαυλού τις όμορφες βραχογραφίες, όμως ποτέ δε θα δεις το θόλο του, ποτέ δε θα ξέρεις αν το γύρισες όλο και ο κίνδυνος να χαθείς σε αυτό είναι πάντα μεγάλος.
"Άλλωστε, μήπως δεν εξαρτώνται τα πάντα από την ερμηνεία της σιωπής που απλώνεται γύρω μας;"

Πολλές φορές ένιωθα πως το χέρι που έγραφε με πόνο αυτές τις αριστουργηματικές σελίδες άνηκε σε κάποιον που κατέθετε στο έργο του αυτό όλη του την ψυχή, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις του, τις πιο μύχιες σκέψεις του, συναισθήματα που και ο ίδιος έψαξε πολύ για να ανακαλύψει μέσα του, το πιο εκλεκτό απόσταγμα εμπειριών μιας πλούσιας ζωής, που αν και δεν ήταν ούτε δυστυχισμένη ούτε αποτυχημένη, το φόρτωσε με ένα ασήκωτο βάρος, από το οποίο προσπάθησε να απαλλαγεί μέσα από αυτά τα τέσσερα μυθιστορήματα. Αυτό νομίζω είναι και το πραγματικό μεγαλείο αυτού του βιβλίου, που το καθιστά μια μυσταγωγία για τη ζωή. Και δεν είναι λίγες οι σελίδες που σε κάνουν να νομίζεις πως διαβάζεις ποίηση σε πεζό λόγο και φόρμα...

" Ο "έρωτάς" μου για κείνην, ο "έρωτάς" της Μελίσα για μένα, του Νεσίμ ο "έρωτας" για κείνην, ο"έρωτάς" της για τον Περσγουόρντεν -θα έπρεπε να υπάρχει ολόκληρο λεξιλόγιο επιθέτων για να διαφοροποιεί το ουσιαστικό- γιατί ούτε καν δυο περιπτώσει δεν περιλαμβάνουν τις ίδιες περιουσίες·κι ωστόσο όλες περιλαμβάνουν τη μια και απροσδιόριστη ποιότητα, τον κοινό άγνωστο παράγοντα της προδοσίας. Γιατί ο καθένας από μας, σαν το φεγγάρι, είχε τη σκοτεινή πλευρά του - και μπορούσαμε να γυρνάμε το ψεύτικο μούτρο του τέλους της αγάπης προς το πρόσωπο που περισσότερο μας αγαπούσε και μας χρειαζόταν.Κι ακριβώς όπως η Τζαστίν χρησιμοποίησε την αγάπη μου, ο Νεσίμ χρησιμοποίησε της Μελίσα..Ο ένας στη ράχη του άλλου, έρποντας σαν τα καβούρια στο καλάθι."

Οι ήρωες του Ντάρελ καταφέρνουν ,παρά το ρομαντικό τους περίγραμμα που επιτείνεται λόγω του λυρισμού της αφήγησης, να διατηρούν τη μοναδικότητα τους , να αποτελούν δηλαδή ολοκληρωμένα πρόσωπα βγαλμένα από το παρελθόν του αφηγητή που δεν φιλοδοξεί να τα αναγάγει σε σύμβολα. Σε αυτό το μεγάλο ταξίδι μέσα από τις 1000 σελίδες του Ντάρελ τον αναγνώστη συντροφεύουν η μοιραία Τζαστίν, μια γυναίκα μυστηριώδης και απρόσιτη που εκπέμπει μια ακαταμάχητη γοητεία και είναι terra incognita για τους πάντες, ο πανίσχυρος ιδεαλιστής και αθεράπευτα ερωτευμένος Νεσίμ, ο μελαγχολικός και αγκιστρομένος στο παρελθόν Ντάρλι, η πιο ανάλαφρη Μελίσα, η Κλέα και δεκάδες άλλα πρόσωπα που εμφανίζονται στην ιστορία. Το ταξίδι είναι δύσκολο, αλλά νομίζω αποζημιώνει με τον τρόπο του. Σκοπεύω να το επαναλάβω χρόνια αργότερα, όταν πολλά πράγματα θα μου αποκαλυφθούν διαφορετικά.

"Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο σαν τσεκούρια για να κομματιάζουμε αυτούς που πράγματι αγαπούμε"

"

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

"Αλλιώς όμως να κάνει δεν μπορούσε!Η φτώχεια το ήθελε!"

Γροθιά στο στομάχι αποτελεί το υπέροχο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά(1872-1958) "Οι αλανιάρηδες"(εκδ.Στάχυ)  που παρά την απλότητά του με συνέτριψε με το γυμνό τρόπο που παρουσιάζει τις τσακισμένες ζωές των ηρώων του. Σκληρός κοινωνικός ρεαλισμός, κανένας εξωραϊσμός , κανένα περιθώριο αισιοδοξίας δεν έρχεται να καταστήσει το κάδρο κάπως πιο εύπεπτο. Ο αναγνώστης δεν έχει περιθώριο να πιαστεί ούτε καν από τη γραφή, όπως θα έκανε στον Παπαδιαμάντη, καθώς ο Βουτυράς γράφει εντελώς απέριττα, σχεδόν άτεχνα θα έλεγε κανείς, σε απλή δημοτική, χωρίς λογοτεχνικά φτιασίδια, με μια απρόσεκτη σύνταξη που ξενίζει. Αν έκρινα το έργο από το επίπεδο του λόγου, δύσκολα θα μιλούσα με τέτοιο ενθουσιασμό για τους "Αλανιάρηδες" που ανήκουν σε εκείνα τα εκλεκτά έργα που σαν τσεκούρι έρχονται να σπάσουν την παγωμένη θάλασσα μέσα μας.

Το περιεχόμενο του διηγήματος, τίποτα περισσότερο από μια νατουραλιστική περιγραφή της πραγματικότητας των αρχών του 20ου αιώνα για τα κατώτερα στρώματα, θα κάνει οπωσδήποτε τον βολεμένο αναγνώστη του σήμερα να αισθανθεί ένα παγερό μούδιασμα.Ο Βουτυράς, ο κατεξοχήν συγγραφέας του κοινωνικού περιθωρίου (αργότερα εμφανίστηκε ο Πέτρος Πικρός), δεν είναι ένα απόμακρος, γαλήνιος παρατηρητής της κόλασης που περιγράφει, είναι τμήμα της, ένας από τους χιλιάδες κυνηγημένους από τη ζωή. Μάρτυρας την οικονομικής καταστροφής της οικογένειάς του και της αυτοκτονίας του πατέρα του ο Βουτυράς έγραφε για βιοποριστικούς λόγους- υπήρξε ένας εκ των πολυγραφότερων συγγραφέων της χώρας- και ποτέ δεν έχασε την επαφή του με τον κόσμο των απόκληρων.

Στους "Αλανιάρηδες" διαβάζουμε για την καθημερινή βιοπάλη μιας παρέας με έμφαση στον νεαρό Αλίμπη. Σε αρκετές σκηνές βλέπουμε τη συντροφιά να πίνει και να τραγουδά σε ταπεινά ταβερνεία, όμως τίποτα δε μπορεί να καλύψει την απελπισία και την ένδεια που κυριαρχούν. Δεν είναι απλώς η περιγραφή της κατάστασης που συγκλονίζει, είναι ακόμα περισσότερο η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου από τα ίδια τα πρόσωπα του έργου που δρα καταλυτικά. Η αντροπαρέα δεν μπορεί ούτε στην ταβέρνα να πνίξει τον πόνο της: πίνει βερεσέ ή με ό,τι ψίχουλα έχουν περισσέψει, διασκεδάζει αλλά σαν δαμόκλειος σπάθη επικρέμεται η επιστροφή στην κανονικότητα της θλίψης. Μόνιμο φόντο μια ζωγραφιά του Τάνταλου για να θυμίζει πως όσο και να πασχίσουν οι ήρωές μας, η ευτυχία θα γλιστρά την τελευταία στιγμή από τα χέρια τους σαν την ορμήνεψε έτσι κάποιος θεός. 

"Όλα φεύγανε, χάνονταν, ελπίδες, όνειρα, που, μόλις έκαναν να φανούνε,σα να τα σάρωνε μεγάλος ανεμοστρόβιλος[..]Απ΄τα βουρκωμένα μάτια του, καθώς ήταν έτοιμα να χύσουνε δάκρυα, πετάχθηκε μια φλόγα και τα έκανε να γίνουν στεγνά, να ξεραθούνε.Και επεθύμησε κάτι κακό μεγάλο να έκανε στην ανθρωπότητα και να έβριζε, να έβριζε τη μεγάλη δύναμη που διευθύνει τα πάντα."

"Τι κακές, τι δύστυχες μέρες που περνούσαν!Και πιο πολύ φαινόταν η δυστυχία τις ημέρες τις καλές.Η κάθε καλή μέρα, που όλοι οι άνθρωποι γλεντούσανε και οι κάτοικοι οι άλλοι της μάντρας φορούσανε τα εορτάσιμα ρούχα τους, γι΄αυτούς ήτανε πένθος και λύπη."

Άγρια φτώχεια και εξαθλίωση γνωρίζει ο Αλίμπης, φτώχεια που δεν περιορίζεται στις υλικές συνθήκες διαβίσωσής του·ξεκινά από αυτές για να διαβρώσει κάθε πτυχή της ύπαρξής του και να του αποστερήσει κάθε ευχαρίστηση.Ο Αλίμπης ζει με τη μητέρα του, φτωχοί μετανάστες στην Αθήνα, προσπαθεί μάταια να στεριώσει σε κάποια δουλειά.Ευκαιρίες δεν υπάρχουν, οι φίλοι φεύγουν για την Αμερική, ο τόπος μοιάζει όλο και πιο αφιλόξενος, όλο και πιο εχθρικός. Το άδειο στομάχι αδειάζει και τις ψυχές, ο Βουτυράς είναι αμείλικτα ρεαλιστής και δεν πετάει ούτε στον ήρωα ούτε στον αναγνώστη κάποια σανίδα σωτηρίας.

Έτσι λοιπόν η φτώχεια έρχεται να ισοπεδώσει ολοκληρωτικά τον Αλίμπη. Καθώς νιώθει έντονα την κοινωνική αδικία και το χάσμα των τάξεων, μισεί όσους τα καταφέρνουν, μισεί τελικά και τον εαυτό του λόγω της αποτυχίας του. Δεν έχει δύναμη να πιαστεί από την ευτυχία της στιγμής γιατί έχει επίγνωση της κατάστασής του. Έχει χάσει ακόμα και την ελπίδα, αυτήν που ούτε οι σταχανοβίτες των γκουλάγκ δεν έχαναν. Η ανέχεια του στέρησε τα δυο πιο θεμελιώδη πράγματα στην ανθρώπινη ύπαρξη: το δικαίωμα στο όνειρο και τον έρωτα. Τι όνειρα και τι φιλοδοξίες θα φωλιάζουν στην καρδία ενός ανθρώπου που δεν ξέρει αν θα βρει ένα πιάτο φαγητό την επομένη; Όσο για τον έρωτα, ο Αλίμπης έχασε καταρχήν την αξιοπρέπειά του, την ικανότητα να αγαπήσει τον εαυτό του. Θαυμάζει τις γυναίκες, αλλά ξέρει πως είναι απλώς περαστικές και ποτέ δε θα ερωτευτούν ένα κουρέλι σαν τον ίδιο. Η ζωή μοιάζει μάταιη, ασήκωτο φορτίο από το οποίο ελπίζεις να απαλλαγείς, σκοτεινή φυλακή από την οποία εύχεσαι να αποδράσεις. Και ο φόβος του θανάτου στοιχειώνει διαρκώς τον Αλίμπη, που νιώθει όσο λίγοι πως περιμένει απλώς στον προθάλαμο.

"Η ζωή αυτή του φαινότανε κακιά, βαρετή.Η σκέψη του δε σταματούσε σε τίποτα καλό.Όλα τριγύρω του τα έβλεπε κλειστά, άγρια, έρημα, και έτσι του φάνηκε σα να βρισκότανε φυλακισμένη η ψηχή του μέσα σε αυτά.
Χωρίς να θέλει, έπεσε σε μια πλατεία που ήτανε γεμάτη από ανθρώπους καλοφορεμένους, που τους είχε βγάλει η ωραία μέρα έξω,σ τον ήλιο. Γυναίκες χαρωπές, άνδρες γελαστοί, νέοι με το χαμόγελο, με την ελπίδα στα μάτια και νέες με τον έρωτα να κρυφοκοιτάζει σε κάθε τους ματιά.
Κι εγώ; ρώτησε αυτός
Και μέσα σε εκείνο το πλήθος των ευτυχισμένων του φάνηκε αυτός να είναι σα σημάδι σκοτεινό μέσα στη χαρά, στον πλούτο, σαν ένα κομμάτι της δυστυχίας , της φτώχειας, που το κύλησε ίσαμε κει ο άνεμος.
Ντράπηκε για τα ρούχα του, για το καπέλο του και έκανε γρήγορα να φύγει, αφού είδε ότι κανείς άλλος που να του μοιάζει δε βρισκόταν εκεί, να φύγει, να χωθεί στα δέντρα, που πυκνά τριγυρίζανε το μέρος εκείνο.
Έβλεπε τη χαρά σπάταλα να τους έχει σκορπιστεί και έφευγε σα Σατανάς πεσμένος, χωρίς να το θέλει, σε  μέρη παραδείσου."

Στις τελευταίες σελίδες το δράμα κορυφώνεται με μια σπαρακτική "κάθαρση" που κυριολεκτικά σε κάνει να ανατριχιάσεις, να αναφωνήσεις πως κρατάς στα χέρια σου ένα αριστούργημα.Θα ήθελα πολύ να γράψω και κάτι για το τέλος,αλλά δεν πρόκειται να σας στερήσω το σοκ που ένιωσα.Ας περιοριστούμε στο σχόλιο του Φ.Πολίτη για το διήγημα :"Ένα αληθινό τραγούδι, μια βαθιά κραυγή πόνου είναι οι Αλανιάρηδες. Η κραυγή που ξέφυγε από τα χείλη ανθρώπου, ο οποίος ακούει κάθε μέρα εντός του την τραγική προσταγή : "Δούλευε παρ΄όλα ταύτα!Κράτα γερά, και αν είναι ακόμη να τρέφεσαι με το ίδιο σου το αίμα!" Οι αλανιάρηδες είναι η θλίψις δια τους αβοήθητους αδελφούς που πάνε χαμένοι, δια τ ασθενικά χορτάρια που ημπορούσαν ν΄ανθίσουν, αν δεν τα έπνιγε το χιόνι."


Υ.Γ.1:Πολλά διηγήματα του Βουτυρά είναι ελεύθερα διαθέσιμα χάρη στον Νίκο Σαραντάκο http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Bouturas-diigimata.htm

Υ.Γ.2: Μια προσωπική εξομολόγηση από ένα περιστατικό που τότε με είχε αφήσει σύξυλο και επανήλθε στη μνήμη μου διαβάζοντας τους "Αλανιάρηδες".Πριν από μερικά χρόνια μιλούσα με ένα εργάτη από τη Γεωργία που με βοηθούσε σε μια μετακόμιση. Ο άνθρωπος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και όταν ολοκλήρωσε την εξιστόρηση κάποιων γεγονότων, σιώπησε, τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του με κοίταξε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο και είπε :"Ζωή είναι, που θα πάει, θα τελειώσει."

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Μόνη,αιφνιδιασμένη,πληγωμένη

"The broken heart. You think you will die, but you just keep living, day after day after terrible day."(Great Expectations, Dickens)

Ο πόνος της προδοσίας είναι από τους βαρύτερους που υποχρεώνεται να φορτωθεί ένας άνθρωπος στη ζωή του. Και όταν μιλάμε για ερωτική προδοσία, είτε με τη μορφή της εξαπάτησης είτε με αυτήν της εγκατάλειψης, ποια ιδέα μπορεί να ηρεμήσει το ταραγμένο μυαλό που βλέπει μια τεράστια συναισθηματική επένδυση να γίνεται στάχτη μέσα σε μια στιγμή; Ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκες τις πιο πολύτιμες σκέψεις σου και τις πιο ευτυχισμένες μέρες σου αποφασίζει αναίτια και αναπάντεχα να δώσει ένα τέλος και εσύ οφείλεις ταυτόχρονα να εξηγήσεις, να ζυγίσεις το κόστος εκδίκησης και διεκδίκησης, να ορθοποδήσεις πριν οι αναμνήσεις γίνουν φυλακή.

"Εκείνες τις ατέλειωτες ώρες έγινα φρουρός του πόνου, που ξαγρυπνούσε δίπλα σε ένα πλήθος από νεκρές λέξεις."

Αυτό το διαχρονικό και τόσο ενδιαφέρον στην κοινοτοπία του θέμα πραγματεύεται το συμπαθητικό μυθιστόρημα "Μέρες Εγκατάλειψης" της Elena Ferrante (εκδ.Άγρα, μετάφραση Σταύρος Παπασταύρου), που παρά τις ατέλειές και τις υπερβολές του προσεγγίζει ικανοποιητικά τον ψυχισμό της πληγωμένης πρωταγωνίστριας. Στα τριανταοχτώ της η Όλγα ,μητέρα δύο παιδιών, ακούει τον άντρα της να της ανακοινώνει πως είναι αδύνατο να συνεχίσουν μαζί και πως σκοπεύει να εγκαταλείψει το σπίτι τους. Η είδηση πέφτει σαν κεραυνός και από τη στιγμή που η πόρτα κλείνει πίσω από τον Μάριο, η Όλγα ξεκινάει τη μοναχική πορεία της.

"Γιατί είχε πετάξει έτσι απλά δεκαπέντε χρόνια γεμάτα συναισθήματα, συγκινήσεις, έρωτα;Το  χρόνο, το χρόνο,όλο το χρόνο της ζωής μου μου είχε κλέψει , μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί επιπόλαια, σαν ένα καπρίτσιο.Τι άδικη, τι εγωιστική απόφαση.Έδιωχνε ,με ένα φύσημα το παρελθόν, λες και ήταν κάποιο ενοχλητικό έντομο που είχε καθίσει στο χέρι του.Του ζητούσα, τον ικέτευα να  με βοηθήσει να καταλάβω αν εκείνα τα χρόνια είχαν τουλάχιστον κάποια ουσία, από ποια στιγμή είχε αρχίσει αυτή η πορεία προς τη διάλυση..."

Η χάραξη μια σταθερής τακτικής απέναντι στο απροσδόκητο γεγονός είναι ανέφικτη, καθώς η Όλγα ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στα αισθήματα στοργής που ακόμα φωλιάζουν μέσα στην καρδιά της, δίνοντας καύσιμο στη μικρή σπίθα ελπίδας για μια επανασύνδεση, και στην οργή που γέννησε μέσα της η προδοσία. Σύντομα το δεύτερο συναίσθημα αρχίζει να ισχυροποιείται και να καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου την Όλγα,η οποία προσπαθεί πλέον να μάθει όσα μπορεί για τη νέα ζωή του συζύγου της , θέλοντας μάλιστα να τον εκδικηθεί.

Μέρα με τη μέρα η Όλγα χάνει τον εαυτό της και βυθίζεται σε μια άβυσσο: δυσκολεύεται να φέρει εις πέρας το νοικοκυριό,γεμίζει ένταση τη σχέση με τα ανήλικα παιδιά της, αναζητά διέξοδο στο ζωώδες, χωρίς συναίσθημα, σεξ, καταγράφει μανιωδώς τις σκέψεις της και αισθάνεται πως οδηγείται νομοτελειακά σε μια αναπόδραστη δυστυχία. Η ζήλια την κάνει να αγανακτεί και την οδηγεί στο μίσος για τον Μάριο που φέρθηκε τόσο σκληρά.Αυτό που ενδιαφέρει πλέον την Όλγα δεν είναι να ανακαλύψει την αιτία των συμβάντων, αλλά να ισοπεδώσει ό,τι έχει μείνει όρθιο από την πρότερη επικοινωνία τους, σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να τραβήξει και πάλι την προσοχή του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κάνει την αλληλουχία των σε γενικές γραμμές προβλέψιμων εξελίξεων και συμπεριφορών να φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα, καθώς ο αναγνώστης ξετυλίγει παράλληλα με την πρωταγωνίστρια το κουβάρι του συναισθηματικού της κόσμου.

Η Ferrante προσπαθεί με την πιο παρατεταμένη και συμβολική σκηνή του έργου- η Όλγα κλειδώνεται στο διαμέρισμά της και προσπαθεί να βγει έξω- να αποδώσει σε όλη της την έκταση την ταραχή και τον εγκλωβισμό της ηρωίδας. Αν και η επιτάχυνση της αφήγησης δημιουργεί ένα πειστικό κλίμα, νομίζω πως η συγγραφέα στο σημείο αυτό χάνει τον έλεγχο και η όλη απόπειρα καταγραφής μια ψυχεδελικής εμπειρίας καταλήγει αποτυχημένη και υπερβολική, ενώ η βαρύτητα που επιλέγει να δώσει στη σκηνή αυτή κάνει το μυθιστόρημα να πλατειάζει επικίνδυνα με αποτέλεσμα να μετριάζεται η καλή εικόνα που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό μου για το βιβλίο από τις πρώτες του σελίδες.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

"Σας αρέσει ο Μπραμς;"

Είναι φορές, είτε σε περιόδους συναισθηματικής συμφόρησης είτε μετά από μια σειρά βαριά αναγνώσματα που κάνουν το αναγνωστικό αισθητήριο να μπουκώσει, που αυτό που αναζητώ είναι πιο ελαφρά βιβλία που απλώς θα με κρατήσουν απασχολημένο και που ,παρότι δε θα με εντυπωσιάσουν, θα με διασκεδάσουν αρκετά Η ευχάριστη νουβέλα της Φρανσουάζ Σαγκάν "Σας αρέσει ο Μπραμς;" , αέρινη σαν λεπτό ύφασμα , απλή, με μια νότα ρομαντικής εκζήτησης και ορισμένες πολύ καλές στιγμές ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν μετά τον ογκόλιθο του Ντάρελ.Και αυτό διότι τα γεγονότα του έργου κεντρίζουν το ενδιαφέρον, μπορούν να συγκινήσουν αλλά δεν έχουν τη δύναμη να στιγματίσουν τον αναγνώστη που φτάνοντας στην τελευταία σελίδα κρατάει κυρίως μια αίσθηση τρυφερότητας και κομψής λογοτεχνικής απόλαυσης.

Θέμα της νουβέλας είναι ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο που αναπτύσσεται.Η τριανταεννιάχρονη Πώλα ζει εδώ και χρόνια με τον Ροζέ σε ένα καθεστώς σχετικής ελευθεριότητας που επιτρέπει τις εκατέρωθεν απιστίες, υπό τον άγραφο όρο πως αυτές θα γίνονται με τακτ, χωρίς να πληγώνουν τον άλλο ή να γκρεμίζουν τις γέφυρες επικοινωνίας του ζευγαριού. Η πρωταγωνίστρια κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη παρατηρεί τα σημάδια του χρόνου και σε μια στιγμή "επιφάνειας" συνειδητοποιεί τον εγκλωβισμό της σε μια κατάσταση που πλέον δεν επιθυμεί, καθώς την σπρώχνει μέρα με τη μέρα στην αμήχανη δυστυχία της μοναξιάς. Αυτό που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι τα συναισθήματά της προς τον Ροζέ, ο οποίος ,δίχως να έχει πάψει να την αγαπά , δραπετεύει όλο και συχνότερα σε ερωτικές περιπέτειες, αφιερώνοντας λιγότερη ενέργεια στη μόνιμη σύντροφό του.Η Πώλα δεν αισθάνεται προδομένη- αυτή είναι άλλωστε η θεμελιώδης συμφωνία της σχέσης τους- και εξακολουθεί να έχει τη συναισθηματική ανάγκη του Ροζέ, ωστόσο βλέπει πλέον μπροστά της να ορθώνεται ο εφιάλτης μια απόλυτα συμβιβασμένης με μια ανιαρή ρουτίνα, ράθυμης γυναίκας της μέσης ηλικίας.
"Η Πώλα κοιταζόταν στον καθρέφτη σημειώνοντας προσεκτικά αλλά ήρεμα, χωρίς τον συνηθισμένο σε τέτοιες περιστάσεις πανικό ή πικρία, τις ζημιές που είχαν σωρέψει στο πρόσωπό της τριάντα εννιά χρόνια ζωής."
Αυτή είναι η Πώλα -που μέχρι τότε δεν κάνει χρήση των ελευθεριών της- τη μέρα που γνωρίζει έναν όμορφο και κομψό νεαρό τον Σιμόν, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα, παθιασμένα και δουλικά, ανατρέποντας τις συναισθηματικές της ισορροπίες.Αν και αρχικά διστακτική, απρόθυμη να αποκτήσει και έναν ακόμα εραστή η Πώλα μπλέκεται στον ιστό που πλέκει ο Σιμόν με την καρτερικότητα,την ευγένεια και την στοργή που επιδεικνύει. Η Πώλα ενδίδει , χωρίς να είναι απόλυτα διευκρινισμένο το αν η απόφασή της αυτή υπαγορεύεται από απλή ερωτική επιθυμία ή συνοδεύεται και από μια μύχια ανάγκη εκδίκησης και ενεργοποίησης του μηχανισμού ζήλιας του Ροζέ.Πράγματι η εξέλιξη αυτή ενεργοποιεί την κτητικότητα του Ροζέ, ο οποίος κρύβει τη δυσαρέσκειά του κάτω από ένα στρώμα αδιαφορίας και παράλληλα υποχρεούται να αποδεχθεί την αλλαγή αυτή.Το ερώτημα είναι αν το ζεύγος θα παραμείνει ενωμένο ενώ και οι δύο εφαρμόζουν την εξαγγελία περί ελευθεριότητας και το κατά πόσο τα νεότευκτα αισθήματα της Πώλα για τον Σιμόν αρκούν για κάνουν τον Ροζέ απλό κομμάτι του παρελθόντος της.
Η Σαγκάν δίνει αρκετό χώρο και στο Σιμόν- σε αντίθεση με τον Ροζέ που φαίνεται απλώς να συμπληρώνει το τρίγωνο- για να εμφανιστεί ως ιδεαλιστής και ευαίσθητος νέος που επαναστατεί ενάντια στη ρουτίνα μέσω ενός έρωτα ξεκάθαρα αφελούς.Αυτό που για την Πώλα είναι λύση ανάγκης μετά από μια σειρά σχέσεων που απέτυχαν να της χαρίσουν μια διαρκή ευδαιμονία, η οποία τελικά παρουσιάζεται ως ανέφικτη, είναι για τον Σιμόν η είσοδος σε μια αχαρτογράφητη γη ,στην οποία κινείται επικίνδυνα αυθόρμητα.Ο χαρακτήρας του έχει οπωσδήποτε κάτι από το ταμπεραμέντο και τον ενθουσιασμό της εικοσιπεντάχρονης τότε Σαγκάν.
"Σας κατηγορώ πως αφήσατε την αγάπη να προσπεράσει,πως παραμελήσατε την υποχρέωσή σας να κάνετε το εαυτό σας ευτυχισμένο, πως ζήσατε μια ζωή γεμάτη υπεκφυγές, συμβιβασμούς και αποδοχές.Αν και θα πρεπε να σας επιβληθεί η ποινή του θανάτου, καταδικάζεστε σε μοναξιά"(το αυτοκατηγορητήριο του Σιμόν)
Το "Σας αρέσει ο Μπραμς;"  γοητεύει χωρίς να μαγεύει και τελικά κατατάσσεται στις θετικές αναγνωστικές εμπειρίες.Που και που πρέπει να αρκούμαστε σε κάτι πιο απλό και πιο ρηχό, γιατί ακόμα και εκεί μπορεί να περιμένει αθέατη η ομορφιά, για παράδειγμα σε λίγες γεμάτες ευαισθησία αράδες της Σαγκάν.
"Είναι στιγμές που μου ρχεται να ουρλιάξω : Φοβάμαι..Φοβάμαι...Αγαπήστε με.."
"Το κρύσταλλο της έστειλε το είδωλο ενός προσώπου στο οποίο κάποιος πριν από ένα μόλις λεπτό είχε πει σ' αγαπώ"

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Ο Άντρας μου, αυτός ο άγνωστος

"' Ἀδὰμ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ",Γένεσις, Κεφ.δ΄ 

"Αυτά έχουν οι οικογένειες.Ζεις με ανθρώπους που νομίζεις ότι τους γνωρίζεις, όμως είστε τελείως άγνωστοι."- Γκενασιά, "Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων"

Αυτή η φράση από το αριστούργημα του Γκενασιά, στο οποίο δε μπορώ να σταματήσω να επιστρέφω, θα μπορούσε να είναι η προμετωπίδα του  καλού μυθιστορήματος της Ιαπωνέζας Γιόκο Ογκάουα "Άρωμα πάγου"(εκδ.Άγρα, μετάφραση Παναγιώτη Ευαγγελίδη). Πραγματικά καλογραμμένο και ατμοσφαιρικό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και κρατάει τον αναγνώστη παρά το γεγονός πως το νήμα της αφήγησης ξετυλίγεται αργά. Το φαινομενικά ήπιο κλίμα της αφήγησης δεν μπορεί να κρύψει την κρυφή της ένταση που μεταδίδει την αγωνία και τη μελαγχολία της πρωταγωνίστριας στον αναγνώστη.

Το θέμα που επιλέγει η Ογκάουα είναι αρκετά ιντριγκαδόρικο. Η Ρυόκο, μια νεαρή δημοσιογράφος, πληροφορείται την αυτοκτονία του αρωματοποιού συζύγου της στο εργαστήριό του. Η μέχρι τότε συμπεριφορά του Χιρογιούκι δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να την προϊδεάσει για το απονενοημένο διάβημα και τίποτα δε φαίνεται ικανό να διαφωτίσει τους λόγους που έσπρωξαν το σύζυγό της στην αυτοκτονία.Στο νεκροτομείο η Ρυόκο συναντά τον νεότερο αδελφό του Χιρογιούκι και τότε συνειδητοποιεί πόσα λίγα πράγματα γνωρίζει για τον άντρα της, ο οποίος της είχε πει πως όλη του η οικογένεια ήταν νεκρή.

Το σοκ για τη Ρυόκο είναι μεγάλο , σχεδόν εξίσου ισχυρό με αυτό που προκάλεσε ο απρόσμενος θάνατος του Χιρογιούκι και έτσι η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να ξεκινήσει μια σύντομη αναζήτηση της πραγματικής ταυτότητας του άντρα της, μέσα από την επεξεργασία των αναμνήσεων, το σημειωματάριό του , τις εξιστορήσεις του αδελφού και της μητέρας του.Σελίδα με τη σελίδα το θολό πρόσωπο του Χιρογιούκι αρχίζει να αποκτά περίγραμμα.Η Ρυόκο μαθαίνει πως αυτός ο τόσο συγκεντρωμένος στη δουλειά του και ευφυής άνθρωπος είχε στο παρελθόν αξιοποιήσει το έμφυτο τάλαντό του με τρόπο που ούτε να φανταστεί δε μπορούσε.

"Όποιος προσπαθεί να αναγνωρίσει της μυρωδιές χάνεται στο μεγάλο κόσμο του παρελθόντος που κουβαλάει μέσα του.Στον κόσμο του παρελθόντος δεν υπάρχει ήχος.Με τον ίδιο τρόπο που τα όνειρά μας είναι άηχα.Τότε η μνήμη είναι ο μόνος οδηγός του δρόμου που έχουμε στη διάθεσή μας."

Η αναζήτηση καταλήγει στην Πράγα και φτάνει στο τέλος της σε μια σκοτεινή, γεμάτη υγρασία σπηλιά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αντάξια του μεγάλου συγγραφέα της πόλης Φραντς Κάφκα, όπου όμως δεν είναι τόσο το παράλογο που κυριαρχεί, όσο μια κατάσταση ελαφρώς σουρεαλιστική και παραισθητική που δημιουργεί μια αίσθηση συγκεχυμένου ονείρου ή έντονου εσωτερικού βιώματος. Δεν είναι απόλυτα βέβαιο, αν η Ρυόκο φτάνει στον προορισμό της, τη "γνώση" του Χιρογιούκι, ωστόσο δίνει χώρο στον εαυτό της για την με φροϊδικούς όρους βίωση του πένθους που είναι συναισθηματικά απαραίτητη για τη συνέχεια.
Παρότι ο Χιρογιούκι υπάρχει μόνο ως αινιγματική σκιά που παραφυλάει σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, η Ογκάουα με τρόπο έμμεσο σκιαγραφεί  έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο που ανέπτυξε δικούς του μηχανισμούς άμυνας για να αντέξει το βάρος της οικογενειακής πίεσης, της υψηλής συνείδησης καθήκοντος και της υπέρμετρης ευφυίας του.Μια γοητευτική  φιγούρα, που όπως εύστοχα παρατηρεί ο Librofilo είναι ασυνήθιστη για τη δυτική λογοτεχνία-το ίδιο θα έλεγα και για την αντιμετώπιση του πένθους εκ μέρους της Ρυόκο- και τελικά θυμίζει ήρωα που έχει εξυψωθεί πάνω από τους συνανθρώπους του.

"Ο Ρούκυ κουβαλούσε επάνω του την ιδιαίτερη εκείνη λάμψη των επιλέκτων. Σαν μια γραμμή φωτός από τον ουρανό να τον είχε βάλει στόχο της, αυτόν και μόνο , και να χυθεί επάνω του. Ήταν σαν να δημιουργούσε στους ανθρώπους την επιθυμία να τον πλησιάζουν για να λουστούν σ΄αυτή του τη θέρμη."

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Αίμα και άμμος

 Ας αρχίσουμε όπως σχεδόν κάθε κείμενο που αναφέρεται στον Χουάν Ρούλφο. Ο Μεξικανός υπήρξε ένα σχεδόν μοναδικό φαινόμενο, καθώς αν θέλουμε να εντοπίσουμε μια ανάλογη περίπτωση, θα πρέπει να θυμηθούμε τον Ρεμπώ που εγκατέλειψε την ποίηση στα είκοσι του χρόνια.Ο Ρούλφο δημοσίευσε μόλις δυο έργα, μια συλλογή διηγημάτων και το εμβληματικό μυθιστόρημα "Πέδρο Πάραμο", και έπειτα σιώπησε για σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Η ισχνή λογοτεχνική του παραγωγή δεν κατάφερε πάντως να σταθεί εμπόδιο στην αναγνώρισή του ως ενός εκ των κορυφαίων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής. Το "Πέδρο Πάραμο" θεωρείται από πολλούς ως το σπουδαιότερο έργο της λατινοαμερικάνικης γραμματείας, ο Ρούλφο τοποθετείται πλάι στον Μπόρχες και το ολιγοσέλιδο έργο του αποτελεί τομή στην πορεία της λογοτεχνίας, καθώς προετοίμασε το boom της δεκαετίας του ΄60.

  Ομολογώ πως δεν εντυπωσιάστηκα από τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής "Ο Κάμπος στις Φλόγες" (εκδ.Πατάκης,μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου). Αποφάσισα να την διαβάσω ώστε να προλειάνω κάπως το έδαφος τόσο για την ανάγνωση του αριστουργήματος του Ρούλφο όσο και των υπόλοιπων μεγάλων έργων της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, για τα οποία ακόμα αισθάνομαι ανέτοιμος.Η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος ο Ρούλφο αντιμετώπισε τη συγγραφή των διηγημάτων αυτών ως άσκηση γραφής πριν καταπιαστεί με το βιβλίο που του άνοιξε την πόρτα για το πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

  " Δε λέμε τι σκεφτόμαστε.Πάει πολύς καιρός που έχουμε χάσει πια την όρεξη για λόγια.Την τέλεψε η ζέστη.Ίσως μιλούσαμε εύκολα σε άλλα μέρη, εδώ όμως θέλει κόπο.Εδώ μιλάς και οι λέξεις πυρώνουν μες στο στόμα σου μαζί με την ζέστη απ'έξω και σου ξεραίνουν τη γλώσσα μέχρι που κόβεται η ανάσα σου.Έτσι έχουν εδώ τα πράγματα.Γι΄αυτό κανείς δε θέλει να μιλά."

   Ο Ρούλφο δεν αγαπά τις μεγαλοστομίες και τη φλυαρία.Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό ένας συγγραφέας που, πιστεύοντας πως τα είχε πει όλα σε μερικές εκατοντάδες σελίδες, έμεινε αυτοεξόριστος από την τέχνη του; Η γραφή του είναι ασθμαίνουσα και αυστηρά λιτή. Σε κανένα από τα σύντομα διηγήματά του δεν παρασύρεται σε λυρικές περιγραφές, στοχασμούς ή παρεκβάσεις και  συγχωρεί στον εαυτό του ούτε μια περιττή φράση.Κάθε παράγραφος είναι απόλυτα ζυγισμένη, διατυπωμένη με τρόπο δωρικό και τελεσίδικο.Το μοναδικό όχημα που αποδέχεται ο Ρούλφο για τις λέξεις του είναι ο κοφτός, μικροπερίοδος λόγος που ταιριάζει απόλυτα με τον καυτό ήλιο και τους κατάκοπους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του.

     Τα διηγήματα διαδραματίζονται τη δεκαετία του 1920, ενώ μαινόταν στο Μεξικό ο εμφύλιος πόλεμος των Κριστέρος - στη διάρκεια του οποίου δολοφονήθηκε ο πατέρας του Ρούλφο-που αφορούσε κατά κύριο λόγο τη κατανομή ισχύος και την αναδιανομή της γης. Φόντο των ιστοριών είναι η επαρχία του Χαλίσκο, μια φτωχή και άγονη περιοχή με τσακισμένους ανθρώπους, στην οποία μεγάλωσε ο συγγραφέας. Τα πρόσωπα εναλλάσσονται ωστόσο υπάρχει ένας ιστός που τα συνδέει: η πείνα, η φτώχεια, ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση, το μίσος και η απανθρωπιά που γεννούν οι σκληρές συνθήκες και το εχθρικό τοπίο.

      Η πλοκή των ιστοριών είναι απλή με κοινό άξονα το σκοτάδι που τις περιβάλλει. Εγκλήματα του παρελθόντος, αιμομιξίες, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα αδελφός που οδηγεί στο θάνατο τον ομομήτριό του, ένας πατέρας που μισεί τον γιο του αλλά προσπαθεί να τον σώσει, αντάρτες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον ομοσπονδιακό στρατό. Η βία και το αίμα κυριαρχούν και ο Ρούλφο σε αρκετές περιπτώσεις περιγράφει με ωμό νατουραλισμό τον ξεπεσμό των κατοίκων του Χαλίσκο. Δεν είναι λίγα τα σημεία που μου θύμισαν την εξίσου αδέκαστη και σκληρή γραφή του Κόρμακ Μακ Κάρθυ. "Ο Κάμπος στις φλόγες" είναι ένα αποσπασματικό οδοιπορικό στη γη του Μεξικού, που παρά τις καλές στιγμές του ("Τάλπα","Ο 'Αντρας","Πες τους να μη με σκοτώσουν", "Πέρασμα του Βορρά", "Είναι που είμαστε πολύ φτωχοί") δεν κατάφερε να με ενθουσιάσει. 

   "Ίσως και οι δυο έχουμε πολύ κοντά μας το σώμα του Τανίλο, ξαπλωμένο στην τυλιγμένη ψάθα·γεμάτη μέσα κι έξω από ΄να σμάρι μπλε μύγες που ο βόμβος τους έμοιαζε με μακρύ ρόγχο που έβγαινε από το στόμα του·από εκείνο το στόμα που δεν μπόρεσε να κλείσει παρά τις τόσες προσπάθειες της Ναταλία και τις δικές μου και που έμοιαζε να λαχταράει ακόμα να αναπνεύσει δίχως να βρίσκει ανάσα.Εκείνου του Τανίλο που τίποτα πια δεν του πόναγε, έδειχνε όμως πονεμένος, με γρατζουνιές στα χέρια και τα πόδια και τα μάτια ορθάνοιχτα σαν να κοιτούσε τον ίδιο του τον θάνατο.Εδώ κι εκεί όλες του οι πληγές να στάζουν  ένα κίτρινο υγρό, κι αυτή τη μυρωδιά  που σκορπιζότανε παντού και που την ένιωθε κανείς στο στόμα, σαν να γευόταν ένα μέλι πηχτό και πικρό που έλιωνε στο αίμα του με κάθε ρουφηξιά αέρα"

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Άκου ανθρωπάκο...

Το πιο επικίνδυνο πλάσμα είναι το ζαρωμένο ανθρωπάκι μέσα μας, που όταν συναισθάνεται την ποταπότητα και την αδυναμία του εξεγείρεται και προσπαθεί να ισοπεδώσει ό,τι στέκεται γύρω του και είναι ψηλότερο από το ίδιο. Μια χούφτα από τέτοιους αισχρούς τραμπούκους και μαχαιροβγάλτες αλωνίζει εδώ και καιρό σε κάθε πόλη βρίζοντας, τρομοκρατώντας, κυνηγώντας μετανάστες, ομοφυλόφιλους, αριστερούς, αντιφασίστες, οποιονδήποτε αρνείται να κλείσει τα μάτια στη βαρβαρότητα τους.

Ένα γελοίο μόρφωμα από κοινούς λάτρεις της βίας, σαδιστές, ορφανά του Χίτλερ και νοσταλγούς του εμφυλίου, που αυτοηδονίζονται με κιτς ναζιστικές γιορτές τις Θερμοπύλες, στρατιωτικά παραγγέλματα, τον κομφορμισμό της αγέλης τους, τη στριγκιά φωνή του αρχηγού τους- που μόνο Άριο δε θυμίζει-, τις ομαδικές επιθέσεις σε στόχους ανήμπορους να αντιδράσουν, έτσι για να αυτοεπιβεβαιώσουν την ρώμη και την αρρενωπότητα τους. Ένας θίασος εγκληματιών που χαιρετά ναζιστικά και ,για να μην  αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικοφροσύνης του, τιμά τη μνήμη των ταγματασφαλιτών. 

Και πίσω από αυτούς ακολουθούν ,λιγότερο ενεργοί αλλά εξίσου αισχροί και ένοχοι, τα εκατοντάδες χιλιάδες φοβισμένα ανθρωπάκια που θέλουν να δανειστούν κάτι από την λάμψη, την εξουσία και την ισχύ της εμπροσθοφυλακής. Τα ανθρωπάκια που πιστεύουν πως έτσι θα οχυρώσουν καλύτερα το κτίσμα τους για να ζήσουν γαλήνιοι και ασφαλείς την ζωή τους, αποτυγχάνοντας πάντα να εκπληρώσουν τα μικροαστικά τους όνειρα. Ξέρω πάρα πολλούς ανθρώπους που καταστράφηκαν αυτά τα χρόνια και αγκομαχούν καθημερινά για να τα βγάλουν πέρα.Όμως δεν έσπευσαν όλοι να αγκαλιάσουν τον φασισμό για μια σακούλα πατάτες.Για αυτό και δεν πρόκειται να δείξω την παραμικρή κατανόηση σε όσους είδαν στο πρόσωπο του τέρατος μια λύση στα προβλήματά τους.Για μένα όσοι σκέφτηκαν έτσι είναι μια ανοιχτή πληγή, ένας καρκίνος που θα υπάρχει στην κοινωνία ακόμα και όταν η μαυρίλα τους αποτελέσει παρελθόν, όπως ακριβώς οι ταγματασφαλίτες και οι φιλοχουντικοί που δεν τιμωρήθηκαν και αφέθηκαν να γαλουχήσουν και τους απογόνους τους στο μίσος.

Το θηρίο πλέον δεν βρυχάται απλώς·ορμάει, δαγκώνει, σκοτώνει. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα και τώρα είμαστε συντριπτικά περισσότεροι.Το σταυροδρόμι φασισμού και αντιφασισμού δεν έχει να κάνει με την πολιτική, αλλά με τον πολιτισμό, με το κατά πόσο έχουμε ακόμα το σθένος και τη θέληση να είμαστε άνθρωποι. Και πρέπει να του νικήσουμε, χωρίς να υιοθετήσουμε τις πρακτικές τους.
1985,Σουηδία, επιζήσασα από στρατόπεδο συγκέντρωσης χτυπάει νεοναζί με την τσάντα της

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Τζακ και Καρλ, βίοι παράλληλοι

"Ο Καπάτσος"(εκδ.Άγρα, μετάφραση Α.Καλοκύρη)του Elmore Leonard είναι ένα από τα βιβλία που θα χαρακτήριζα "αντρικά" και που θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί επιτυχώς στον κινηματογράφο. Ο γνωστός συγγραφέας βυθίζει τον αναγνώστη στην αγαπημένη για τους συγγραφείς νουάρ ιστοριών δεκαετία του ΄30, σε έναν κόσμο γεμάτο παράτολμους γκάνγκστερ,femme fatale, άφθονο παράνομο ουίσκι, πιστολίδι, τυχοδιώκτες και αστυνομικούς που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους ή απλώς αφήνονται στη διαφθορά που τους προσφέρεται.Το μυθιστόρημα ,παρότι φλύαρο σε ορισμένα σημεία, συνεπαίρνει εύκολα τον αναγνώστη χάρη στην πολύ καλά στυλιζαρισμένη αφήγηση του Leonard που δίνει την αίσθηση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο ζυμωμένο μέσα στον σύμπαν που περιγράφει.


Το βιβλίο ακολουθεί δυο νεαρούς, τον Καρλ Ουέμπστερ και τον Τζακ Μπελμόντ, άτομα που ακολούθησαν διαμετρικά αντίθετες πορείες, ωστόσο μοιάζουν με αδέλφια που χωρίστηκαν στο σταυροδρόμι αρετής και κακίας.Ο Καρλ, ομοσπονδιακός αστυνομικός, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας ενός αστυνομικού από τον διαβόητο κακοποιο Έμμετ Λονγκ , εμπειρία που τον στιγμάτισε, και αποφάσισε να ταχθεί στην υπηρεσία του νόμου αφότου σκότωσε έναν ζωοκλέφτη, απόφαση που δε μπόρεσε να αλλάξει ο πετρελαιοπαραγωγός πατέρας του. Ο Τζακ από την άλλη, επίσης γόνος βαθύπλουτου πετρελαιά της Οκλαχόμα, ήδη από την εφηβεία στράφηκε στο έγκλημα, απαγάγοντας την ερωμένη του πατέρα του.Και οι δύο φιγουρατζήδες και γεμάτοι αυτοπεποίθηση, οι πρωταγωνιστές θυμίζουν περισσότερο παιδιά, με τις εμμονές και την αφέλειά τους, παρά ώριμουες άντρες. Η δίωξη του εγκλήματος και οι ληστείες τραπεζών αντίστοιχα είναι για αυτούς ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με κάποιους κανόνες, το οποίο εκτινάσσει την αδρεναλίνη τους και τους κάνει να βάζουν όλο και ψηλότερους στόχους.

Η σχέση των δυο ηρώων είναι σχεδόν καρμική.Ο Καρλ που αναδεικνύεται χάρη στις επιτυχίες του σε εμβληματική φιγούρα τιμωρού του εγκλήματος και ο Τζακ που προσπαθεί να κτίσει όνομα στον υπόλοσμο είναι αναπόφευκτο να συναντηθούν στο δρόμο προς την κορυφή.Οι δυο άντρες σύντομα έρχονται αντιμέτωποι και έτσι ιδρύεται μια αμφίδρομη σχέση θύτη και θύματος.Φτάνουν να ρισκάρουν τα πάντα,συχνά αγνοούν τη λογική και τις εντολές, αρνούνται να δώσουν τη χαριστική βολή ο ένας στον άλλο,γιατί πάνω από όλα θέλουν να συνεχιστεί αυτό το κυνήγι γάτας και ποντικιού.Η λύση θα δοθεί με ένα καταιγισμό πυροβολισμών στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Ο Leonard δε δίνει τόση βαρύτητα στη δημιουργία ατμόσφαιρας ή στην αναλυτική παρουσίαση του κόσμου των γκανγκστερ.Πρωταρχικό του μέλημα είναι η παρακολούθηση των παράλληλων βίων των ηρώων. Οι σκηνές δράσης είναι αναρίθμητες και πολλές θα μπορούσαν να αποτελούν τμήμα από το σενάριο των ταινιών του Ταραντίνο-δεν είναι τυχαίο πως ο σκηνοθέτης έχει ΄μεταφέρει βιβλίο του συγγραφέα στη μεγάλη οθόνη. Το μόνο μείον του μυθιστορήματος είναι το γεγονός πως το ξεκαθάρισμα λογαριασμών καθυστερεί αρκετά, πράγμα που , το ομολογώ, με έκανε να διαβάσω διαγώνια κάποια από τα ενδιάμεσα γεγονότα που μεσολαβούν .

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Το σκοτεινό τούνελ που διασχίζουμε

 Μια αριστουργηματική νουβέλα και δυο μυθιστορήματα ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν τον λογοτεχνικό μύθο του Ερνέστο Σάμπατο, έναν εκ των τεσσάρων γιγάντων της αργεντίνικης λογοτεχνίας. Καθότι αισθάνομαι ακόμα ανέτοιμος να βουτήξω στα βαθιά της λατινοαμερικάνικης συγγραφικής παραγωγής, περιορίζομαι στο να γλύφω πεντανόστιμα και εύπεπτα κοκαλάκια , όπως "Το τούνελ" (Εκδ.Αστάρτη, μετάφραση Μάγια-Μαρία Ρούσσου), το οποίο ολοκλήρωσα χωρίς να το αφήσω από τα χέρια μου.

Ο αφηγητής μας Χουάν Πάμπλο Καστέλ, γνωστός ζωγράφος, ξεκινά με μα ξερή, ψύχραιμη ομολογία πως δολοφόνησε την ερωμένη του Μαρία Ιριμπάρνε. Από τη φυλακή πλέον, ο Καστέλ , μόνος και απογοητευμένος από τους ανθρώπους, εξιστορεί το σύντομο χρονικό της σχέσης του, θέλοντας όχι τόσο να απολογηθεί ή να αυτοψυχαναλυθεί, όσο να καταστήσει σαφές πως η πράξη του ήταν κάτι το αναμενόμενο και δίκαιο κάτω από τις συνθήκες που τελέστηκε. Η γραφή του Σάμπατο είναι πυρετώδης, μεταδίδει στο ακέραιο την υπερένταση του Καστέλ, και ταιριάζει απόλυτα στον ψυχικά διαταραγμένο(;) ήρωα που συχνά χάνει τον ειρμό του, ανοίγει άκαιρες παρενθέσεις και δεν παραλείπει να εκφράζει την περιφρόνησή του για την υπόλοιπη ανθρωπότητα, όποτε του δίνεται η ευκαιρία.

Αυτό που έκανε τον Καστέλ να ερωτευτεί κεραυνοβόλα και παθιασμένα-αυτά πάντα πηγαίνουν μαζί- την Μαρία στη διάρκεια μιας έκθεσης ζωγραφικής του είναι η εντύπωση που του δημιουργήθηκε πως αυτή, μόνη από όλους, εστίασε σε μια λεπτομέρεια του πίνακά του.Μια μοναχική γυναίκα στο βάθος του κάδρου που οι περισσότεροι περνούσαν βιαστικά. Ο Καστέλ αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίσει την Μαρία και αρχίζει να καταστρώνει με σπάνια μεθοδικότητα σχέδια που υπηρετούν την εμμονή του. Όταν τελικά καταφέρνει να την κατακτήσει, η ζήλια του και η αμφιβολία για την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων δεν του επιτρέπουν να ηρεμήσει και να απολαύσει τη σχέση του.

Ο έρωτας που περιγράφει ο Σάμπατο δεν είναι ο έρωτας ενός τρελού, είναι ένας τρελός έρωτας που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε. Για αυτό και δε βιάζομαι να χαρακτηρίσω τρελό τον Καστέλ. Με μια πρώτη ματιά ο φόνος είναι πράξη ενός εμφανώς διασαλευμένου ατόμου, όμως καθώς παρακολουθούμε την αφήγηση του Καστέλ και την οξύτητα των συναισθημάτων του μια δεύτερη σκέψη εμφανίζεται, ο φόνος ως αποτέλεσμα της ακατανίκητης, εγωιστικής κτητικότητας  που χρησιμεύει για να προστατευτεί το αντικείμενο του πόθου. Ίσως λοιπον ο Καστέλ να μην είναι ένας ανισόρροπος, αλλά ένας μη χαλιναγωγημένος από τις κοινωνικές συμβάσεις, ο οποίος αρνείται να αποδεχτεί την απώλεια του προσώπου που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Από αυτήν την οπτική ο φόνος είναι μια επανάσταση και απόλυτη επικράτηση του συναισθήματος έναντι της λογικής και της παραίτησης του με΄σου ανθρώπου από τον έρωτά του μετά από μια απογοήτευση. Το αχαλιναγώγητο συναίσθημα αρκεί για το στιγματισμό κάποιου ως ψυχασθενή- σε τι διαφέρει κανείς από τα κινούμενα από ένστικτα ζώα θα έλεγε κανείς- όμως αν έρθουμε στη θέση του Καστέλ θα διστάσουμε να προβούμε σε έναν τόσο ισοπεδωτικό χαρακτηρισμό.

"Το Τούνελ" δίνει μια πολύ εντυπωτική και πλατιά απεικόνιση του ερωτικού συναισθήματος, που χωράει από το φόβο της μοναξιάς, την ικανοποίηση των σαρκικών αναγκών και την χωρίς ανταλλάγματα τρυφερότητα, μέχρι τη ζήλια, την προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης μέσω του έρωτα, την οικειοποίηση του εραστή και το μίσος της προδοσίας. Και κυρίως, όπως διαπιστώνει ο Καστέλ σε μια ανυπέρβλητη παράγραφο, ο έρωτας με όλα τα παραπάνω αντιφατικά χαρακτηριστικά του, είναι ο μόνος ικανός να δώσει αληθινό παλμό στη ζωή μας, να οδηγήσει σε ένα σύντομο ξέφωτο στην μακρά, μοναχική πορεία μέσα στο ατομικό μας τούνελ.

"Υπήρχε ένα και μοναδικό τούνελ,σκοτεινό και μοναχικό : το δικό μου, το τούνελ που μέσα του είχαν κυλήσει τα παιδικά μου χρόνια, η νιότη μου, η ζωή μου ολόκληρη.Και σε ένα από εκείνα τα διάφανα ανοίγματα του πέτρινου τοίχου, είχα δει αυτήν την κοπέλα κι είχα πιστέψει με αφέλεια πως ερχόταν από άλλο τούνελ ,παράλληλο με το δικό μου, ενώ στην πραγματικότητα άνηκε στον ανοιχτό κόσμο, τον κόσμο τον δίχως όρια, που γνωρίζουν όσοι ζουν μέσα σε τούνελ.Και ίσως να είχε πλησιάσει από περιέργεια σ΄ε΄να από τα παράξενα  παράθυρά μου και να είχε δει το θέαμα της αθεράπευτης μοναξιάς μου, ή όπως το είχε μεταδώσει η σιωπηλή γλώσσα,το κλειδί του πίνακά μου.Και τότε, ενώ εγώ προχωρούσα πάντα μέσα από τη στοά μου, εκείνη ζούσε έξω την κανονική της ζωή, την ταραγμένη ζωή που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που ζουν έξω, αυτή τη ζωή τη παράξενη και γελοία ,οπου γίνονται χοροί και γιορτές κι υπάρχει ευθυμία και κουφότητα.Και καμιά φορά συνέβαινε, όταν εγώ περνούσα μπροστά από κάποιο από τα παράθυρά μου, εκείνη με περίμενε βουβή και ανήσυχη.Αλλά πολλές φορές συνέβαινε να μη φτάνει έγκαιρα και ξεχνούσε αυτό το δύστυχο παγιδευμένο πλάσμα, και τότε εγώ , με το πρόσωπο κολλημένο πάνω στο γυάλινο τοίχο, την έβλεπα μακριά να χαμογελάει ή να χορεύει ανέμελα ή , πράγμα που ήταν ακόμα χειρότερο, δεν την έβλεπα καθόλου και τη φανταζόμουν σε μέρη απρόσιτα και χαύνα.Και τότε ένιωθα πως η μοίρα μου ήταν άπειρα πιο ερημική από ότι είχα φανταστεί."

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Βίλα-Μάτας αυτοσαρκαζόμενος

Έχει πάντα ενδιαφέρον να μαθαίνεις πράγματα για την ανθρώπινη διάσταση των συγγραφέων , να προσπαθείς να φανταστείς το πρόσωπο και τα βιώματα που κρύβονται πίσω από τις σελίδες που διαβάζεις. "To Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ"(εκδ.Καστανιώτης,μετάφραση Ναννά Παπανικολαόυ)  είναι η εξόχως ειρωνική και αυτοσαρκαστική καταγραφή της περιόδου λογοτεχνικής μαθητείας του Ενριίκε Βίλα-Μάτας στο Παρίσι, όταν ακολουθώντας τα χνάρια του ινδάλματός του, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, προσπάθησε να ενταχθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους, να ζήσει τον παλμό της  πόλης και να ολοκληρώσει το πρωτόλειο μυθιστόρημά του.

Ο Μάτας αφηγείται σε χαλαρό ύφος- υποτίθεται πως το κείμενο προορίζεται για μια διάλεξη- και χωρίζει το μυθιστόρημα σε μικρά κεφάλαια, τα οποία δεν συνδέονται πολύ σφιχτά μεταξύ τους. Η διήγηση προσωπικά με εξέπληξε, διότι απλούστατα τα χρόνια της μαθητείας του Μάτας δεν κρύβουν καμία ιδιαίτερη γοητεία ,ούτε αρκούν για να δημιουργήσουν έναν μύθο γύρω από τη γαλούχησή του ως συγγραφέα. Ο Μάτας  αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο χιούμορ τις ανασφάλειες του νεαρού εαυτού του, τις εμμονές του, τις πάμπολλες δυσκολίες που αντιμετώπισε και δε διστάζει να παραδεχθεί πως ,σε αντίθεση με τον Χέμινγουεϊ που έζησε στο Παρίσι "πολύ φτωχός αλλά πολύ ευτυχής", ο ίδιος  υπήρξε "πολύ φτωχός αλλά και πολύ δυστυχής".

Το μυθιστόρημα είναι πραγματικά διασκεδαστικό σε διάφορα σημεία του, καθώς τα περιστατικά που καταγράφει το Μάτας είναι χαρακτηριστικά της αφέλειας ενός νεαρού που προσπαθεί να καταξιωθεί ως καλλιτέχνης. Διαβάζουμε λοιπόν για την προσπάθεια του Μάτας να θυμίζει  διανοούμενο κυκλοφορώντας στα καλλιτεχνικά στέκια με γυαλιά και πίπα, την πεποίθησή του πως πρέπει διαρκώς να φαίνεται μελαγχολικός και απελπισμένος προκειμένου να αποκτήσει το προφίλ συγγραφέα, την μανία του να υπενθυμίζει σε όλους πως μοιάζει εξωτερικά με τον Χέμινγουεϊ, την αγωνιώδη προσπάθειά του να συλλέξει φράσεις για τους διαλόγους του έργου του, σημειώνοντας σε ένα μπλοκάκι ό,τι ενδιαφέρον άκουγε σε συζητήσεις.Κορυφαία στιγμή του μυθιστορήματος δεν είναι άλλη από την παράθεση της αλληλογραφίας με τον πατέρα του, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει πως πρέπει να εξακολουθήσει να τον υποστηρίζει οικονομικά:

"Αγαπητέ πατέρα: έχω φτάσει στην ηλικία που οι αρετές του ανθρώπου βρίσκονται στο ύψιστο σημείο τους και η εξυπνάδα φτάνει τη μέγιστη δύναμη και ικανότητά της. Είναι επομένως η ώρα να υλοποιήσω το λογοτεχνικό μου έργο.Για να το υλοποιήσω χρειάζομαι ηρεμία και όχι περισπασμούς, να μην αναγκάζομαι να ζητάω λεφτά από τη Μαργκερίτ Ντυράς, ούτε να ασχολούμαι συνέχεια με το να προσπαθώ να σε πείσω  ότι αξίζει τον κόπο να χρηματοδοτείς  τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που μακροπρόθεσμα , όταν θα το τελειώσω και θα το εκδώσω και θα εισπράξω το χειροκρότημα του πλήθους , θα σε γεμίσει πατρική περηφάνια και μεγάλη ικανοποίηση που ήξερες να είσαι  γενναιόδωρος μαζί μου.

Αγαπητέ μου γιε: Έχω φτάσει στην ηλικία όπου ο άνθρωπος  αναγκάζεται να διαπιστώσει πως ο γιος του εξελίχθηκε σε ηλίθιο.Σου δίνω τρεις μήνες καιρό  για να τελειώσεις το αριστούργημά σου.Αλήθεια, ποια είναι η Μαργκερίτ Ντυράς;"

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου είναι οι αμέτρητες λογοτεχνικές αναφορές του. Ο Μάτας γενικά συνηθίζει να παραπέμπει σε άλλους συγγραφείς. Έτσι και εδώ  αναφέρεται στα αναγνώσματα της νιότης του από την ισπανική γενιά του ΄27 (Λόρκα, Θερνούδα) και τους Μαλαρμέ, Ρεμπώ, Λοτρεαμόν μέχρι τον Χέμινγουεϊ, αποσπάσματα από το βιβλίο του οποίου "Κινητή γιορτή" συναντά κανείς πολλές φορές. Εξάλλου  ο Μάτας παραθέτει πολλές από τις υποδείξεις των διάφορων φίλων και δασκάλων του που προσπάθησαν να τον βοηθήσουν στα πρώτα του βήματα. "Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ" είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που μπορεί να βρίσκεται στο κομοδίνο για τα λίγα λεπτά πριν τον ύπνο και να διαβαστεί παράλληλα με ένα πιο δύσπεπτο έργο.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Να ΄μαστε και πάλι

Το καλοκαίρι τελείωσε- επιτέλους!- και μέσα στη βδομάδα επιστρέφουμε με κανονικούς ρυθμούς.Κάθε χρόνο νιώθω μια σχετική ανακούφιση όταν μπει ο Σεπτέμβριος. Καλές οι διακοπές και η ραστώνη, αλλά η θερινή μελαγχολία ,που δε λείπει από κανένα καλοκαίρι, είναι εξαιρετικά βαρύ φορτίο. Ίσως γιατί ο ήσυχος φλοίσβος των κυμάτων ή η ζαλιστική ατμόσφαιρα της άδειας πόλης σε αφήνουν εκτεθειμένο στις πιο μύχιες σκέψεις σου.Το καλοκαίρι σου προσφέρει πάντα χρόνο για να σκεφτείς και να αναμετρηθείς με ο,τι κατάφερνες να προσπερνάς μέσα στην πολυάσχολη καθημερινότητα του χειμώνα. Και ως γνωστόν, κάποιες ταινίες που προβάλλουμε μέσα στο μυαλό μας μπορούν να μας τρελάνουν...

Φέτος το κοντέρ έγραψε πολλά χιλιόμετρα, μια διαρκής τάση  φυγής με έσπρωχνε να εξαφανίζομαι σχεδόν απροετοίμαστα με την παραμικρή ευκαιρία και με οποιαδήποτε παρέα. Ήταν λες και η αίσθηση της κίνησης από μόνη, το τοπίο που έτρεχε μέσα από το τζάμι και η προσδοκία του ταξιδιού έκαναν το μυαλό μου να ξεχνιέται τελείως και να παύει να βλέπει κάποια πράγματα τόσο απαισιόδοξα. 

Διάβασα και βιβλία, άκουσα πάρα πολύ μουσική και είδα μπόλικες ταινίες, όμως έχω την αίσθηση πως και αυτά τα χρησιμοποίησα τελείως χρησιμοθηρικά, placebo για να περνάει η ώρα κάπως ευκολότερα και να φτιάχνει κάπως η διάθεση.Και η κατάληξη είναι ίδια με όλων των καλοκαιριών: χρόνος κύλησε, αφήσαμε πολλά πράγματα πίσω μας, ζήσαμε πολλά, ελπίζουμε να βρούμε και άλλα.

Καλή μας χρονιά.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Θερινή ανάπαυλα

 Οι ζέστες έχουν αρχίσει να σφίγγουν απελπιστικά, οπότε ήρθε η ώρα για το καλοκαιρινό διάλειμμα.Τον Ιούλιο δεν θα υπάρξουν νέες αναρτήσεις στο blog, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα παρακολουθώ την κίνηση στα υπόλοιπα ιστολόγια. Επιστρέφουμε τον Αύγουστο, ελπίζοντας ότι στο μεσοδιάστημα θα χωρέσουν , εκτός από την απαραίτητη ραστώνη της εποχής, και αρκετά ενδιαφέροντα αναγνώσματα-προτάσεις ευπρόσδεκτες .Καλή ξεκούραση σε όλους, γεμίστε μπαταρίες, ξεχάστε ντροπές και ανησυχίες για να βυθιστείτε σε ένα υπέροχο καλοκαίρι!

"Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;"
Οδ.Ελύτης


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Βουλιάζοντας στο αλκοόλ

-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου, 
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!

Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

Σαρλ  Μπωντλαίρ

 Την τελευταία διετία είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν από τους σημαντικούς Γερμανούς λογοτέχνες του μεσοπολέμου, που για χρόνια ήταν λησμονημένος στη χώρα μας.Πρώτα οι εκδόσεις Πόλις με το "Μόνος στο Βερολίνο"-κύκνειο άσμα του συγγραφέα- και έπειτα οι εκδόσεις Κίχλη με τον "Πότη"( πολύ καλή μετάφραση της Έμης  Βαϊκούση) παρουσίασαν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον Χανς Φάλλαντα(1893-1947). Τα δυο αυτά μυθιστορήματα αποτελούν ένα απολαυστικό δείγμα γραφής και ελπίζω ότι σύντομα θα δούμε σε μετάφραση το "Λύκος ανάμεσα σε λύκους", που αναφέρεται στη γερμανική κοινωνία την περίοδο της Βαϊμάρης  .

"Ας βουτήξω κατευθείαν στην άβυσσο.Όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα.Τίποτα δεν με κρατάει!"



Ο Φάλλαντα θυμίζει τους Γάλλους καταραμένους  ποιητές: εξαιρετικά ταλαντούχος και φιλόδοξος, αλλά παράλληλα τόσο αυτοκαταστροφικός.Όπως εκείνοι, αναζήτησε την ευτυχία σε τεχνητούς παραδείσους και ευτελείς διασκεδάσεις, προσπαθώντας για χρόνια να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ, καταλήγοντας ακόμα τρόφιμος ασύλων. Τελικά οι εξαρτήσεις νίκησαν αυτόν τον παρηκμασμένο αστό, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του όντας εθισμένος στη μορφίνη, όπως άλλωστε και η τελευταία του σύντροφος.

"Ο Πότης" είναι ένα μυθιστόρημα φανερά αυτοβιογραφικό, καθώς ο ήρωας ακολουθεί την πορεία του δημιουργού του και από ευυπόληπτος πολίτης καταλήγει κοινωνικά απόβλητος.Ο Έρβιν Ζόμερ είναι ένας επιτυχημένος μεσοαστός, που διατηρεί μια επιχείρηση σε κάποια επαρχιακή πόλη. Όπως παραδέχεται ο ίδιος, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, η έλξη για το αλκοόλ έρχεται σχεδόν αναπάντεχα, όταν ένα απόγευμα λίγο κρασάκι αρκεί για να τον απαλλάξει από τη δυσθυμία που προκαλούν τα εσχάτως ανακύψαντα οικονομικά προβλήματα και οι καβγάδες με τη γυναίκα του, Μάγδα.

Από τη στιγμή εκείνη το ποτό προβάλλει στο μυαλό του ως μόνη ανακούφιση στα καθημερινά προβλήματα και ως χρήσιμη ένεση αυτοπεποίθησης για τον Ζόμερ, που διαρκώς αισθάνεται τη σκιά της "άψογης" συζύγου του. Η καταβύθιση στη θάλασσα του αλκοόλ ξεκινάει ενοχικά, στα κρυφά, με ένα σχετικό μέτρο με συνείδηση της αυτοκαταστροφικής πορείας και ελπίδα αποφυγής της διαφαινόμενης συντριβής.Πολύ σύντομα όμως, ο Ζόμερ θα γοητευθεί από τον εφιάλτη του, θα πάψει να έχει αναστολές και να προστατεύει το όνομά του, μη διστάζοντας να καταναλώνει απίστευτες ποσότητες ποτού σε κοινή θέα και τελικά να εγκαταλείψει  την ενοχλητική Μάγδα, αφήνοντας παράλληλα στα χέρια της την επιχείρησή του.

Όταν θα αποπειραθεί να ληστέψει το σπίτι του θα έρθει αντιμέτωπος με τη Μάγδα,την οποία απειλεί.Αυτό είναι το χρονικό σημείο της οριστικής ρήξης με την ομαλότητα της αξιοπρεπούς ζωής, καθώς κάθε γέφυρα επανόδου στην πρότερη κατάσταση έχει καταστραφεί. Ο Ζόμερ συλλαμβάνεται και αντιμετωπίζει κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας, καταλήγοντας τελικά σε ένα άσυλο της χιτλερικής Γερμανίας( το μυθιστόρημα διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1930). Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου κάπως φλύαρο και στατικό, σαφώς ,μετριότερο του εξαιρετικού πρώτου μέρους, συνιστά ένα οδοιπορικό στα εφιαλτικά κέντρα θεραπείας. Ο Φάλλαντα εστιάζει στην ανθρωπογεωγραφία του ασύλου, σκιαγραφώντας το προφίλ πολλών τροφίμων, και στις πραγματικά άθλιες συνθήκες διαβίωσης.

"Πρέπει να πω ότι δεν έπινα από πάντα· αντιθέτως μάλιστα, ως τώρα το σιχαινόμουν το ποτό-άντε να έπινα μια μπίρα το πολύ.Το κρασί κάπως μου μύριζε, η μυρωδιά του σναπς με αρρώσταινε. Αυτά, ώσπου  να το αρχίσω, πρόσφατα, πολύ πρόσφατα, όταν άρχισε να στραβώνει η ζωή μου.Πρώτα οι δουλειές, ύστερα και οι σχέσεις μου με τους άλλους.Ήμουν εκ φύσεως χαρακτήρας αδύναμος, είχα ανάγκη να με συμπαθούν, να αναγνωρίζουν την αξία μου- μα δε το έδειχνα.Με ήξεραν όλοι για άνθρωπο που πατάει γερά στα πόδια του, με αυτοπεποίθηση." 

Ο Έρβιν Ζόμερ είναι ο άνθρωπος που αποδεικνύει πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες στη ζωή μας και πόσο εύκολη η διολίσθηση ενός ευσυνείδητου πολίτη στην απόλυτη κόλαση που τελικά θα τον καταστήσει εξοβελιστέο από το κοινωνικό σύνολο. Ο χαρακτήρας του αποδεικνύεται εξαιρετικά αδύνατος και τα προνόμια που του προσφέρει η κοινωνική του θέση - μια σχετική οικονομική άνεση, ένα πολυτελές σπίτι και καταξίωση στον κύκλο του- δεν αρκούν για να τον αποτρέψουν  από τον παραλογισμό των πράξεών του. Ο εθισμός έρχεται τόσο γρήγορα που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως δεν είναι το αλκοόλ που καταλαμβάνει τον Έρβιν τόσο ορμητικά, όσο η αδυναμία ή απροθυμία του ίδιου να αμυνθεί ο λόγος της συντριβής του. Πολλοί διαβάζουν τον "Πότη" ως  μια μικρογραφία της άτης του γερμανικού λαού, που παρά το υψηλό μορφωτικό επίπεδο που τον χαρακτήριζε, ακολούθησε τυφλά τους Ναζί. Άλλωστε, οι μηχανισμοί εξουσίας και υποταγής που αναπτύσσονται στις σχέσεις των τροφίμων του ασύλου, αποτελεί οπωσδήποτε μικρογραφία της λειτουργίας του ολοκληρωτισμού, του καθημερινού  φασισμού που διαβρώνει σταδιακά μια κοινωνία πριν την καταλάβει ολόκληρη.


Στις σελίδες του "Πότη" είναι διαρκώς παρούσα μια αίσθηση ηθικής παρακμής. Ο ήρωας μας που μεθοκοπά και εξευτελίζεται ανενδοίαστα, όσοι τον εκμεταλλεύονται και τον περιπαίζουν μέσα στη μέθη του, οι πονηροί και ύπουλοι τρόφιμοι του ασύλου είναι όλοι τους καρκινώματα ενός άρρωστου οργανισμού. Η γραφή του Φάλλαντα είναι πραγματικά υπέροχη,εθιστική όσο το αλκοόλ όχι τόσο λόγω της πρωτοτυπίας της όσο εξαιτίας της ακριβούς και στρωτής έκφρασης που επιδιώκεται.Ειδικά στο πρώτο μέρος η αποτύπωση των σκέψεων του πότη-αφηγητή είναι αριστουργηματική και δεν καταντά ποτέ κουραστική παρότι  έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. 

Τέλος, το κλίμα της αφήγησης ,με τους δρώντες που ανέφερα, τις παραισθήσεις που γεννά το αλκοόλ, την τρομακτική φυλακή του ασύλου και τις διάφορες βιαιότητες,  παραπέμπει σε κινηματογραφικό σκηνικό  γερμανικού εξπρεσιονισμού, σαν το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι. Αξίζει η γνωριμία με αυτόν τον συγγραφέα, ελπίζω οι εκδοτικοί οίκοι να δώσουν συνέχεια.

"Όμως ο άνθρωπος συνηθίζει τα πάντα, και πιο πολύ από όλα να ζει μέσα στην ταπείνωση-έτσι φοβάμαι."

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Η μεγάλη απουσία

Σαν σήμερα, πριν από 19 χρόνια, πέθανε ένας υπέροχος άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης. Ο Μάνος ,βέβαια, κέρδισε δίκαια ένα κομμάτι αθανασίας· όσο συγκινούμαστε με τη μουσική του, ένα κομμάτι του σπαρταράει μέσα μας. Δεν άφησε ορφανά τα παιδιά του, όχι, κάτι τέτοιο δε θα το έκανε. Άφησε πίσω τα τραγούδια του, το τρίτο, την ορχήστρα των χρωμάτων , τα ποιητικά άναρχα σχόλιά του, τους μαθήτες που δούλεψαν κοντά του. Όμως το μέγεθός του ήταν τέτοιο που τίποτα δε μπορεί να κρύψει την απουσία του. Κανείς δε μπόρεσε να τον ξεπεράσει είτε ως καλλιτέχνη είτε ως παρεμβατικό διανοούμενο.


Ο Μάνος έφυγε νωρίς, πριν προλάβουμε να αλλάξουμε. Πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά, από το επίπεδο του πολιτισμού μας μέχρι τον τρόπο που βιώνουμε την κρίση, αν αυτός ο οξυδερκέστατος και τόσο ευαίσθητος άνθρωπος βρισκόταν ακόμα ανάμεσά μας. Γιατί μπορεί πολλοί να επισημαίνουν ότι μετά από ένα σημείο δεν κατάφερε να δημιουργήσει κάτι αντάξιο των μεγάλων αριστουργημάτων του, όμως ο Χατζιδάκις δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται και να οργίζεται με ό,τι τον αηδίαζε γύρω του, σιωπηλός και αδρανής δεν υπήρξε ποτέ. Χωρίς αυτόν λοιπόν, ας μείνουμε λιγάκι σαν νάνοι αλλοτινών καιρών.

- Δηλαδή εσείς δε φρονείτε ότι υπάρχει κάποια ελπίδα, κάποια διέξοδος; Τί θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σας;
 ΜΧ: Τίποτα. Η πλήρης εξαφάνιση μας. Και θα γίνει. Είμαι βέβαιος.(1989)




Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.[...]

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να 'μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

 Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.





Από την ώρα πού ό Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, 0 κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, άπ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω; Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τίς σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;[...]
Το τέρας έχει αρχίσει να κυκλοφορεί.






Υ.Γ. Τα παραπάνω αποσπάσματά από κείμενα ή σχόλια του Χατζιδάκι στο Τρίτο, έχουν καταντήσει κοινότοπα.Τα διαβάζουμε σε κάθε ευκαιρία σε αφιερώματα. Η κατάληξή μας αποδεικνύει πόσο λίγο τον καταλάβαμε , πόσο άσκοπη υπήρξε η διαρκής υπενθύμιση.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Ο Απόκληρος

 "Ξέρεις χτύπησα, πονάει το γόνατό μου, δεν έχω πεντάρα, ούτε δουλειά, ούτε Μαρί,αλλά δε βαριέσαι, κι αύριο το πρωί θα 'μαι πάλι χτυπημένος, χωρίς λεφτά,χωρίς δουλειά, χωρίς Μαρί- οπότε δεν είναι επείγον."

 Ο Χανς Σνηρ, πρωτοπρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος "Οι απόψεις ενός κλόουν" του Χάινριχ Μπελ(εκδ. Γράμματα, μετάφραση Τζένη Μαστοράκη), είναι ένας άνθρωπος που δύσκολα θα αντιπαθούσε κανείς. Διαρκώς μελαγχολικός, σε σημείο που αντιμετωπίζει με αδιαφορία ως κυνισμό τις αναποδιές στη ζωή του και περιπαίζει με πικρόχολα σχόλια όσους συναναστρέφεται,ακόμα και αυτούς που έχει ανάγκη, συμβιβασμένος με την αποτυχία του, ο Χανς αυτοσαρκάζεται και παράλληλα στηλιτεύει τον ανορθολογισμό της κοινωνίας του.


 Ο Χανς είναι ένας κοινωνικός αποστάτης, γόνος μια μεγαλοαστική οικογένειας με μακρά παράδοση στις επιχειρήσεις, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει την πεπατημένη, να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του και να ζήσει το ίδιο κομφορμιστικά και μίζερα με τους γονείς του. Μια μέρα, απηυδισμένος από την αυστηρή μητέρα και τον εργασιομανή πατέρα του, παίρνει το βαλιτσάκι του και το σκάει μαζί με τον ένα και μοναδικό έρωτα που γνώρισε στη ζωή του, τη Μαρί. Στόχος δεν είναι άλλος από την εκπλήρωση του ονείρου του, να δουλέψει ως περιοδεύων κλόουν, ώστε να γεράσει δίπλα στην αγαπημένη του, όχι πλουσιοπάροχα, αλλά ταπεινά και ελεύθερα.Ο Χανς δεν είναι ένας μικροαστός από αυτούς που επίσης σιχαίνεται. Θέλει να είναι ένα ελεύθερος άνθρωπος με τη δική του προσωπική σφαίρα, την οποία καμία κοινωνική επιταγή, καμία θεία εντολή , καμία πατρική καθοδήγηση δεν μπορεί να διατρήσει. Θεωρεί παράλογο ό,τι βλέπει γύρω του και η παράνοια που διαπιστώνει τον κάνει να κινείται σαν εκκρεμές μεταξύ αδιαφορίας και απόγνωσης- μια νότα υπαρξισμού είναι εμφανής.

"Ήθελα να κλάψω, αλλά με κράτησε το μακιγιάζ, ήταν τόσο ωραίο, μ΄όλα του τα ραγίσματα και τα ξεφλουδίσματα, θα το 'κανα χαλάστρα με τα δάκρυα"

Δε θα ήθελα να είμαι Γερμανός , όταν εκδόθηκε αυτό το βιβλίο. Ο Μπελ εστιάζει σε λεπτομέρειες και πραγματικά σφάζει με το βαμβάκι τους συμπατριώτες του, δίχως να αφήνει τίποτα στο απυρόβλητο, ούτε το παρόν τους, ούτε το οδυνηρό πρόσφατο παρελθόν τους, ούτε αυτό που θα λέγαμε νοοτροπία τους. Ας αρχίσουμε από το πρώτο. "Οι απόψεις ενός κλόουν" δημοσιεύονται το 1967  με τη Γερμανία να έχει ολοκληρώσει το οικονομικό της θαύμα και να έχει αφήσει για τα καλά πίσω της τα ερείπια και τον διασυρμό του πολέμου. Ποιοι ήταν όμως οι πρωταγωνιστές αυτού του θαύματος; Ο Χανς δεν αφήνει αμφιβολίες: άτομα όπως οι συγγενείς του, υποστηρικτές-ακόμα και ακραιφνώς- των Ναζί, τα οποία προσαρμόστηκαν αναίμακτα και ταχύτατα στις νέες συνθήκες, διαλαλώντας μάλιστα την αντιστασιακή τους δράση (και στους Έλληνες θα έπρεπε να θυμίζει πολλά αυτή η κατάσταση...) .Πνευματικοί άνθρωποι, δίχως αληθινή καλλιέργεια που αρκούνται σε μια εντυπωσιακή βιτρίνα με τσιτάτα και ηθικολογίες. Ο Χανς δε συναντά πουθενά γύρω του ειλικρινή ανθρώπινη συμπόνια.Ναι, οικονομικά η Γερμανία τα χει καταφέρει, ψιθυρίζει ο Μπελ, με τους ανθρώπους της όμως τι έγινε;

Ο Μπελ δεν αφήνει ανέγγιχτους δυο από τους πυλώνες που συγκρατούν την κυρίαρχη νοοτροπία στην κοινωνία του, τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Ο πρώτος είναι αυτός που του στέρησε την Μαρί, φανατική καθολική, που προκειμένου να αποφύγει  τα σχόλια δέχεται να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο και μόνο αν ο Χανς δεχτεί να ακολουθήσουν τα παιδιά το δικό της δόγμα.Τελικά παντρεύεται έναν καθολικό που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας. Η υποκρισία και το μαστίγιο της ηθικής που καταπιέζει τους καθολικούς εξοργίζει τον Χανς, που θέλει να παρουσιαστεί ενώπιον του Πάπα για μια σύντομη παράσταση.

Ο προτεσταντισμός είναι αυτός που δίνει το τελειωτικό χτύπημα στις σχέσεις του Χανς με την οικογένειά του. Στην κορυφαία σκηνή του βιβλίου, ο Χανς συναντά τον πατέρα του. Του ζητά οικονομική ενίσχυση, όμως δε βρίσκει ανταπόκριση. Γιατί να δώσεις λεφτά σε έναν αποτυχημένο αρλεκίνο, έστω κι αν είναι γιος σου; Κανείς δε δικαιούται να ανταμείβεται χωρίς να εργάζεται σκληρά, διότι διαφορετικά είναι καταστροφικός για τον εαυτό του και επιβαρυντικός για τους γύρω του. Ο Χανς, λοιπόν, ξεσπάει εναντίον της "σύνεσης" και της ασκητικότητας που επιβάλλει η νοοτροπία των γονιών του:

"Θες να πεις πως δε χορταίνατε φαΐ;" "Ακριβώς" του λέω ατάραχος "ποτέ μας δε χορτάσαμε, τουλάχιστον στο σπίτι.Μέχρι σήμερα δεν έμαθα αν ήταν τσιγκουνιά ή λόγοι αρχής, αλλά θα προτιμούσα να πιστεύω πως ήταν τσιγκουνιά. Ξέρεις όμως τι παθαίνει ένα παιδί όταν κάνει ποδήλατο όλο το απόγευμα κι έπειτα παίζει ποδόσφαιρο, κι έπειτα κολυμπάει στον Ρήνο;"
"Φαντάζομαι πως του ανοίγει η όρεξη"είπε ψυχρά
"Όχι" του λέω,"Ξελιγώνεται!Να πάρει ο διάβολος όταν ήμαστε μικροί, ξέραμε απλώς πως είχαμε περιουσία, μεγάλη περιουσία, μόνο που εμείς δεν την είδαμε ποτέ: δε φάγαμε ούτε μια φορά της προκοπής."
"Σας έλειψε τίποτα;"
"Ναι" του λέω,"και να σου πω τι μας έλειψε: το φαΐ και το χαρτζιλίκι" 

"Οι απόψεις ενός κλόουν" είναι ένα αρκετά ιδιαίτερο μυθιστόρημα που με τον τρόπο του σε γοητεύει και σε κάνει να συμπαθήσεις τον αφηγητή του.Ο Χανς είναι ένα κομμάτι από εμάς κάθε φορά που δυσανασχετούμε και εξεγειρόμαστε με ό,τι μας πληγώνει γύρω μας.Τις περισσότερες φορές, όμως, είμαστε εμείς πάλι που πληγώνουμε τους στιγμιαίους Χάνς που βρίσκουμε στο δρόμο μας. Σημειώνεται ότι ο Μπελ βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας.
Χάινριχ Μπελ