Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Οδοστρωτήρας τη ιστορίας

"Μη μας δείχνετε το σκοπό χωρίς να μας δείχνετε το δρόμο.
Γιατί σκοποί και μέσα είναι στη γη μας τόσο μπλεγμένα
ώστε αν αλλάξετε το ένα, αλλάζετε και τα άλλα·
Κάθε διαφορετικό μονοπάτι, μας βγάζει σε άλλο σκοπό"
                              Φερντινάλ Λασάλ,"Φραντς φον Ζίκινγκεν"

 Διαβάζοντας το αριστούργημα του Άρθουρ Καίσλερ "Το μηδέν και το άπειρο"(εκδ.Πασχάλη, μετάφραση Βασίλης Τομανάς) είχα συχνά την αίσθηση πως κάποιες φράσεις, κάποιες παράγραφοι έκρυβαν μέσα τους όλη την αλήθεια αυτού του μικρού αλλά πολυδιάστατου βιβλίου. Ο Καίσλερ κατάφερε να συμπυκνώσει απόλυτα την ουσία του πάσης φύσης ολοκληρωτισμού, με αφορμή το σταλινικό έκτρωμα του σοσιαλιστικού οράματος, να τρυπώσει στους μηχανισμούς σκέψεις του ανθρώπου, που τον μετατρέπουν με τόση ευκολία από άγιο σε στυγερό δολοφόνο και από επαναστάτη σε δουλικό γραφειοκράτη, να αποτυπώσει στο χαρτί με ευαίσθητη γραφή τις περιβόητες ανακρίσεις των αντιφρονούντων  και την αναπόδραστη πορεία τους προς την "εκκαθάριση" χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Το βιβλίο γράφτηκε το δημοσιεύτηκε το 1940 σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή διανόηση , σε αντίθεση με τις δυτικές κυβερνήσεις, δεν είχε ακόμα απορρίψει τον σταλινισμό.Ήταν μόλις το τέσσερα χρόνια πριν όταν ο αριστερός Αντρε Ζιντ επέστρεψε απογοητευμένος από το ταξίδι του στη σοβιετική Ένωση, διαπιστώνοντας πως αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια προσπάθεια χειραφέτησης των μαζών είχε καταλήξει σε ένα νέο, σκληρό και αμείλικτο καθεστώς που ελεγχόταν απόλυτα από τον Στάλιν.Ο Καίσλερ γράφει στον απόηχο των Δικών της Μόσχας, όταν αμέτρητοι επαναστάτες εκτελέστηκαν ως προδότες και εχθροί του λαού, αντλώντας μάλιστα υλικό από αληθινά περιστατικά."Το μηδέν και το άπειρο" θεωρείται δίκαια ως η καλύτερη λογοτεχνική προσέγγιση στη δομή και τη λογική του σταλινικού κράτους, χωρίς πάντως να πρέπει να θεωρούμε ότι πρέπει να διαβαστεί μόνο ως τέτοια- άλλωστε διαφορετικά το βιβλίο δε θα ήταν τόσο μακράς πνοής.Θεωρώ μάλιστα ότι ο Όργουελ  είχε πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού του τις σελίδες του Καίσλερ, όταν συνέγραφε το δικό του αριστούργημα ,"1984" .

Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο Ρουμπάσοφ που συλλαμβάνεται βράδυ στο σπίτι του, οδηγείται στην φυλακή και έρχεται αντιμέτωπος με ένα βαρύτατο κατηγορητήριο.Ο ήρωας μας δεν είναι κάποιος τυχαίος, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ανέλαβε αξιώματα και ,όταν του ζητήθηκε, ανέλαβε την εκκαθάριση κάποιων αντιφρονούντων. Ο θύτης ,επομένως, έρχεται αναπάντεχα στη θέση του θύματος, ο άνθρωπος που έμεινε αμετακίνητος στο καθήκον, ακόμα και όταν οι φίλοι και η ερωμένη του διώχθηκαν, καλείται τώρα να απολογηθεί σε αυτόν τον τρομακτικό, σκιώδη μηχανισμό δικαιοσύνης, που μόνο στόχο έχει την εξουδετέρωση του κατηγορουμένου.

Όσο περνάει ο καιρός, η ελπίδα στερεύει, καθώς  η δογματική γραμμή του Κόμματος, δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις, οι στενόμυαλοι και τυπολάτρες αξιωματούχοι δεν διαθέτουν υπολείμματα ανθρωπιάς, το newspeak και οι λογικές ακροβασίες των ανακριτών( μνημεία λογοτεχνικής δεινότητας αποτελούν οι σελίδες των ανακρίσεων) είναι ακαταμάχητες για τους εξουθενωμένους κατηγορουμένους. Στόχος ανάκρισης δεν είναι η απόδειξη της αλήθειας.Το κόμμα γνωρίζει εκ των προτέρων και την αλήθεια και το πως θα την χρησιμοποιήσει.Οι κατηγορούμενοι δεν πρέπει απλώς να τιμωρηθούν, πρέπει να ταπεινωθούν, να αποτελέσουν παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε επίδοξο στασιαστή και αδιαμφισβήτητη απόδειξη της πυγμής της διοίκησης.

"Δυο μόνο αντιλήψεις υπάρχουν για την ανθρώπινη ηθική, και βρίσκονται σε θέσεις αντιδιαμετρικές.Η μια, είναι χριστιανική και ανθρωπιστική, διακηρύσσει ότι το άτομο είναι ιερό και απαραβίαστο, και βεβαιώνει ότι οι κανόνες της αριθμητικής δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε ανθρώπινες μονάδες.Η άλλη ξεκινάει από τη βασική αρχή πως ένας συλλογικός σκοπός δικαιολογεί όλα τα μέσα, και όχι μόνο  επιτρέπει μα και απαιτεί να υποτάσσεται το άτομο με κάθε τρόπο και να θυσιάζεται για την κοινότητα- που μπορεί να το μεταχειρίζεται σαν πειραματόζωο ή εξιλαστήριο θύμα" 

"Σπρώχνουμε με το μαστίγιο τις μάζες της χώρας που γογγύζουν προς μια θεωρητική μελλοντική ευτυχία που μόνο εμείς μπορούμε να δούμε"

"Όλοι νομίσαμε ότι μπορούμε να πειραματιστούμε με την ιστορία, όπως με τη φυσική.Η διαφορά είναι ότι στη φυσική μπορούμε να επαναλάβουμε το πείραμα χιλιάδες φορές, ενώ στην ιστορία μπορούμε να το κάνουμε μόνο μία.Τον Δαντόν και τον Σεν-Ζιστ μπορούν να τους στείλουν στο ικρίωμα μόνο μια φορά" 

Όπως ανέφερα και παραπάνω, το στοιχείο που καθιστά μνημειώδες το έργο είναι η αποκάλυψη μιας σημαντικής πλευράς του ολοκληρωτισμού, πράγμα που λίγοι συγγραφείς έχουν πετύχει. Ο ολοκληρωτισμός ούτε σέβεται ούτε δέχεται την ανθρώπινη αξία. Η μονάδα, το άτομο, ο μικρόκοσμός του, τα πάθη του, τα όνειρα και οι φόβοι του είναι εμπόδια για την κοινή προσπάθεια, για τη θριαμβική πορεία προς την ευτυχία  του τιτάνιου σώματος που λέγεται λαός. Όταν οι γραφειοκράτες της Μόσχας εκπονούσαν τα φιλόδοξα σχέδιά τους αποδέχονταν ως ιστορική και λογική αναγκαιότητα το θάνατο χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων προς όφελος της κοινότητας, γιατί .όπως θα έλεγε και ο ανακριτής, ποιος είναι τόσο σπουδαίος ώστε να στερεί από τους λαούς το δικαίωμα στην πρόοδο; Ο άνθρωπος προβάλλει ως καύσιμο προκειμένου το όχημα να φτάσει στον προορισμό του με όσους έχουν απομείνει σε αυτό. Και επιπλέον: κάθε φωνή διαμαρτυρίας, όσο δικαιολογημένη και αν είναι, απλώς υποσκάπτει την κοινή προσπάθεια, αποπροσανατολίζει από τον θεοποιημένο σκοπό είτε αυτός βαφτίζεται σοσιαλιστική ουτοπία είτε λέγεται ανάκτηση του ζωτικού χώρου. Πρέπει να τα προσέξουμε αυτά, γιατί μερικές φορές ο ολοκληρωτισμός-όχι στην πρόδηλη, χυδαία μορφή του, αλλά στη πιο καλλωπισμένη των "ειδικών περιστάσεων"- είναι πιο κοντά μας από όσο νομίζουμε.  

"Η αρχή που λέει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα είναι και παραμένει ο μοναδικός κανόνας της πολιτικής ηθική"

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ο Αμνός που έγινε Δράκος

"-Είμαι αθώος.Ίσως κάποια στιγμή πιαστεί ο πραγματικός ένοχος.
Μετά στράφηκε στους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος:
-Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι.
Ένα παράγγελμα ακούσθηκε."Επί σκοπόν."Κάποιος ρώτησε τον μελλοθάνατο αν θέλει να δέσουν τα μάτια και τα πόδια του.
-Τα μάτια είπε εκείνος με σιγανή φωνή.
Φαινόταν ψύχραιμος.Έπειτα έμεινε ακίνητος-οι τελευταίες στιγμές της ζωής του.Ξαφνικά έβγαλε μια φωνή:
-Μανούλα μου, είμαι αθώος!
Εφημ.Ακρόπολις"
  

Θεσσαλονίκη 17 Φεβρουαρίου 1968, 7.06π.μ: ο Αρίστος Παγκρατίδης εκτελείται στο Γεντί Κουλέ , καθώς σύμφωνα με τη δικαστική  ετυμηγορία αυτός ήταν ο περιβόητος δράκος του Σέιχ Σου που διέπραξε στυγερά εγκλήματα το πρώτο τετράμηνο του 1959. Μέχρι τέλους ο Παγκρατίδης δεν έπαψε να διακηρύττει την αθωότητά του, τονίζοντας μάλιστα ότι η αρχική ομολογία του ήταν αποτέλεσμα της σωματικής και ψυχολογικής βίας που του ασκήθηκε στο κρατητήριο. Σχεδόν μισό αιώνα μετά ελάχιστοι είναι αυτοί που αμφισβητούν την αθωότητα του νεαρού που κατά πολλούς θυσιάστηκε προκειμένου να πάρουν προαγωγή κάποιοι αστυνομικοί, να προστατευθούν οι πραγματικοί υπαίτιοι και να επανέλθει η τάξη σε μια πόλη που για μεγάλο διάστημα ζούσε υπό το κράτος του φόβου.

Στη διάρκεια της δίκης ήρθαν στο φως αρκετά στοιχεία για την προσωπική ζωή του Παγκρατίδη. Μεγάλωσε στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και παιδί ακόμα είδε τον πατέρα του να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του από ελασίτες. Καταδικασμένος στην φτώχεια, ο Αρίστος μεγάλωσε ουσιαστικά δίχως τη μητέρα του που δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους. Το παρατσούκλι που του είχαν δώσει στη γειτονιά ήταν "γουρούνα" ,επειδή έψαχνε τους κάδους για να χορτάσει την πείνα του. Μια ζωή στην ανέχεια, βιοποριζόταν με δουλειές του ποδαριού, εργαζόμενος ακόμα και ως αρσενική πόρνη για χαρτζιλίκι, ενώ ήταν τακτικός αιμοδότης έναντι μερικών εκατοντάδων δραχμών. Αυτός ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος, που πάνιαζε στη θέα του αίματος, με το μόνιμα φοβισμένο βλέμμα υποτίθεται ότι σκόρπισε το θάνατο .

Με το θέμα αυτό καταπιάνεται και το αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Ο γύρος του θανάτου" (εκδ.Άγρα). Χρησιμοποιώντας υλικό από εφημερίδες της εποχής και πρακτικά της δίκης ο Κοροβίνης διηγείται όσα είναι γνωστά για τη σύντομη ζωή του "Δράκου". Το λόγο παίρνουν 9 διαφορετικοί αφηγητές που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό γνωρίζουν τον Αρίστο. Είναι φανερό πως και ο συγγραφέας συνηγορεί υπέρ της αθωότητας του Παγκρατίδη, καθώς κάθε διήγηση καταλήγει στο παράλογο της καταδικαστικής απόφασης.

"Το μάτι του σαν στριμωγμένου αγριμιού που το 'ζωσε ο φόβος της σφαγής"

Ο "Γύρος του θανάτου" διακρίνεται για τρεις αρετές που το καθιστούν πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Η πρώτη προφανής αρετή δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον μύθο. Το βιβλίο είναι μια καλή ευκαιρία να προσεγγίσει κανείς με εύπεπτο τρόπο αυτήν την ιστορική για την πόλη υπόθεση. Ο Κοροβίνης ,όμως, δεν αρκείται στην σκιαγράφηση του προφίλ του καταδικασθέντα και αναφέρεται ελάχιστα στις κατηγορίες που του απευθύνθηκαν. Και αυτό διότι η υπόθεση Παγκρατίδη είναι απλώς το έναυσμα για ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη των αρχών του ΄60.

Μέσα από τις διηγήσεις προσώπων που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους ζωντανεύει η ιστορία της πόλης, η οποία φαντάζει με σκηνικό εξπρεσιονιστικής ταινίας: μουντή, παρηκμασμένη, με ετερόκλητο πληθυσμό, δεμένη με το έγκλημα. Διαβάζουμε λοιπόν για τις προσφυγικές φτωχογειτονιές της Τούμπας, όπου οι άνθρωποι παλεύουν για το μεροκάματο, συζητάνε στις αυλές τους με τις ώρες (το λεγόμενο μουχαμπέτι) υπό τον ήχο των ρεμπέτικων που έπαιζαν τα γραμμόφωνα και οι περαστικοί  Τσιγγάνοι κάνουν διάφορα μερεμέτια. Μέσα από τη διήγηση ενός αστυνομικού και ενός ασφαλίτη ψηλαφίζουμε το ισχυρό παρακράτος που διαφέντευε για χρόνια την πόλη. Τέλος, μπαίνουμε στα άδυτα του ελκυστικού και ταυτόχρονα απωθητικού περιθωρίου: πόρνες, οι "γυναικωτοί" της ταβέρνας η "Πεθερά", οι χασικλήδες και τα χαμίνια, αυτοί για τους οποίους ποτέ δε βρέθηκε αρκετός χώρος στην επίσημη ιστορία. Μπορεί αυτό το ταξίδι στο παρελθόν να είναι ελλιπές, σίγουρα όμως κατάφερε να με παρασύρει και να με κάνει να βιώσω για λίγο το κλίμα της πόλης.Και αυτό είναι κάτι που μόνο καλοί συγγραφείς μπορούν να σου προσφέρουν. Κάποιες από τις σελίδες του βιβλίου θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γραφτεί από τον σπουδαίο Γιώργο Ιωάννου.

Η τρίτη αρετή του βιβλίου είναι η άνεση, με την οποία ο Κοροβίνης χειρίζεται τόσα διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα. Πιστός σε αυτήν την τεχνική, που καθιερώθηκε στο πλαίσιο της αληθοφάνειας από τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, ο συγγραφέας πλάθει την ταιριαστή γλώσσα για κάθε πρόσωπο που παίρνει το λόγο. Ο αστός συμβολαιογράφος που μένει στην παλιά παραλία μιλάει μια κομψή, ευπρεπή καθαρεύουσα·  οι γνωστοί του Αρίστου διηγούνται σε μια ανεπιτήδευτη λαϊκή γλώσσα με πολλά τουρκικά στοιχεία λόγω της προσφυγικής τους καταγωγής. Το κεφάλαιο που πραγματικά είναι εντυπωσιακό είναι εκείνο, στο οποίο το λόγο παίρνει η "Λολό", που μιλά μια γλώσσα της πιάτσας με δεκάδες λέξεις από την αργκό και τα καλιαρντά (κώδικας επικοινωνίας που αναπτύχθηκε μεταξύ ομοφυλοφίλων του περιθωρίου μετά τον πόλεμο),όπου και αποδεικνύεται στο έπακρο η ικανότητα του συγγραφέα να διηγείται με αυθεντικότητα και ζωντάνια.



εφημερίδα Μακεδονία την ημέρα της εκτέλεσης


Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Πρώτη αναλαμπή

 Η συλλογή διηγημάτων του πρόωρα χαμένου Ρέιμοντ Κάρβερ "Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ"(εκδ.μεταίχμιο, μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης) μπορεί να μην είναι αριστουργηματική στο σύνολό της , όπως ο Καθεδρικός Ναός και οι Αρχάριοι, ωστόσο περιέχει αρκετά διαμάντια και διαθέτει σε σχεδόν πλήρη μορφή όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν  υπέροχη τη γραφή του σπουδαίου αυτού συγγραφέα και μεγαλειώδη τα έργα του. Ο Κάρβερ με τη συλλογή αυτή(1976)  έκανε ουσιαστικά την είσοδο του στον λογοτεχνικό κόσμο και στα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το θάνατό του πρόλαβε να καταξιωθεί ως μεγαλύτερος μεταπολεμικός διηγηματογράφος των Η.Π.Α.

Το σκηνικό των σύντομων ιστοριών- ελάχιστες είναι αυτές που ξεπερνούν τις είκοσι σελίδες- είναι το ίδιο, αυτό που πάντα επιλέγει ο συγγραφέας για να παρουσιάσει την ξαφνική συντριβή των ηρώων του: άνθρωποι από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα με ασταθές παρόν και αβέβαιο μέλλον, μικρές αμερικανικές πόλεις, σχέσεις που έχουν διαλυθεί ή κρέμονται από μια κλωστή. Όσον αφορά τη θεματολογία βλέπουμε για πρώτη φορά την προσπάθεια του Κάρβερ να δείξει πόσο οριακή είναι μια κατάσταση, χωρίς συνήθως να περιγράφει την διαφαινόμενη έκρηξη. Υπαινικτικά και χαμηλών τόνων τα διηγήματα έρχονται να αποτυπώσουν το γεγονός που οδηγεί τους ήρωες στην απρόσμενη παραδοχή της πραγματικότητας που προσπαθούν να ωραιοποιήσουν τόσο καιρό, είναι μια φωτογραφία στιγμής του γυαλιού που μόλις ράγισε. Όλες οι ιστορίες διακρίνονται για την εσωτερική τους ένταση και ο Κάρβερ δεν επιθυμεί να αναλύσει εξαντλητικά τα όποια περιστατικά, αντίθετα δείχνει πως ορισμένα συναισθήματα είναι αδύνατο να εκφραστούν και μόνο διαισθητικά μπορούμε να τα συλλάβουμε. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι διηγήσεις είναι τόσο μελαγχολικές και το τέλμα, στο οποίο βρίσκονται οι ήρωες, φαίνεται τόσο βαθύ.

Στο τόσο σκληρά αληθινό "Δεν είναι αυτοί ο άντρας σου" ένας σύζυγος ακούει κάποια σχόλια πελατών για την εμφάνιση της γυναίκας του ,που δουλεύει ως σερβιτόρα, και ξαφνικά καταλαμβάνεται από μια οξεία και απροσδιόριστη απέχθεια προς αυτήν. Θέλει να την αλλάξει, να αποβάλλει από πάνω του το στίγμα του αποτυχημένου που κυκλοφορεί πλάι σε μια μέτρια και παχουλή σύζυγο.Πρόκειται για το τέλος του έρωτά τους- αν υποθέσουμε πως αυτός υπήρξε- ή μήπως αρκεί η γνώμη των τρίτων για να αλλάξουν σε μια στιγμή τα συναισθήματά μας;Στο "νυχτερινό σχολείο" ένας άντρας που βγαίνει από ένα αποτυχημένο γάμο έχει την ευκαιρία για μια σύντομη νυχτερινή περιπέτεια με δυο φοιτήτριες, όμως δειλιάζει συνειδητοποιώντας τελικά τον εγκλωβισμό του. Το διήγημα "Ο Τζέρι, η Μόλι και ο Σαμ" συνδεέται με μια από τις αγαπημένες θεματικές του Κάρβερ, τις νευρώσεις και την απογοήτευση που γεννά η συζυγική ζωή. Ένας πατέρας νιώθει την αίσθηση του ανικανοποίητου να θεριεύει  μέσα του, καθώς η γυναίκα και τα παιδιά του δεν αρκούν για να δώσουν ενδιαφέρον στη ρουτίνα του, επειδή όμως δεν έχει το σθένος να βάλει ένα σωτήριο τέλος στο γάμο του, αποφασίζει να εκδικηθεί απλώς την οικογένειά του διώχνοντας το σκυλί από το σπίτι.

Και φυσικά από τη συλλογή δε λείπουν τα διηγήματα που φέρνουν τους ήρωες αντιμέτωπους με τον επίλογο των σχέσεών τους. Τρία αριστουργήματα της συλλογής  μιλούν για σχέσεις που έχουν διαγράψει τον κύκλο τους είτε το παραδέχονται οι ήρωες είτε όχι. Στο  "Τι γίνεται στην Αλάσκα" ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να αλλάξει τόπο κατοικίας ,επειδή η γυναίκα βρήκε δουλειά, γεγονός που κάνει τον σύζυγο να αισθανθεί αποτυχημένος.Η υποσυνείδητη ζήλια και η οργή μπροστά στην προσωπική ήττα μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το τέλος δεν αργεί. Στα "Σινιάλα" ένα ζευγάρι κάνει μια ύστατη προσπάθεια να σώσει τη σχέση του, όμως το δείπνο δεν εξελίσσεται, όπως ακριβώς θα ήθελαν.Τέλος στο "Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ" που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, οι υποψίες του συζύγου πως η γυναίκα του τον απάτησε τον εξωθεί στα άκρα, καθώς βλέπει τα πάντα γύρω του να καταρρέουν σε μια στιγμή.

Ανθρώπινος, με κοφτερή ματιά και τραγική επίγνωση των ανθρώπινων αδυναμιών, ο Κάρβερ είναι ο συγγραφέας που θα μπορούσε να αντλήσει υλικό από τη ζωή του καθενός από εμάς, χωρίς ποτέ να γίνει κοινότοπος και βαρετός. Για αυτό και είναι τόσο αγαπημένος.


Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Για την ελληνική λογοτεχνία

 Στη σύντομη ζωή του το blog αριθμεί κάτι λιγότερο από πενήντα αναρτήσεις. Αν αφαιρέσουμε  τα αποσπάσματα ποίησης που ανεβάζω κατά διαστήματα, έχουμε περίπου σαράντα μυθιστορήματα και νουβέλες για τα οποία έγραψα τους τελευταίους οκτώ μήνες. Αυτό που παρατήρησα ... ξεφυλλίζοντας τις αναρτήσεις είναι πως- όσο περίεργο και αν φαίνεται- ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε μια που να αφορά έργο Έλληνα συγγραφέα. Παρότι δεν σχολιάζω όλα τα βιβλία που διαβάζω, το γεγονός είναι πως τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο, ίσως και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν έχω διαβάσει παρά μόνο δύο ελληνικά μυθιστορήματα. Η αναλογία είναι συντριπτική υπέρ της ξενόγλωσσης πεζογραφίας.

Μετά από την παρατήρηση αυτή σκέφτηκα ότι ανάλογη είναι η κατάσταση στα περισσότερα ιστολόγια, το μόνο μέρος που μπορεί να δει κανείς συστηματικά και σε βάθος χρόνου τις αναγνωστικές συνήθειες ενός ανθρώπου. Ο ναυτίλος, ο librofilo, η Βιβή από τη Λέσχη ανάγνωσης του degas και η Κατερίνα από το Διαβάζοντας -μηχανάκια ανάγνωσης, όχι αστεία- έχουν μια σαφή προτίμηση στην ξένη λογοτεχνία και μόνο αραιά παρουσιάζουν κάποιο ελληνικό βιβλίο. Το μοναδικό ,νομίζω, blog που παρακολουθεί συστηματικά την ελληνόφωνη πεζογραφία είναι το Βιβλιοκαφέ του Πατριάρχη Φώτιου.

Θα πει κάποιος πως ανακαλύπτουμε την Αμερική.Είναι αυτονόητο ότι η ξενόγλωσση πεζογραφία υπερτερεί αριθμητικά και για αυτό αφενός διαβάζεται περισσότερο, αφετέρου κρύβει μεγαλύτερο πλούτο και συγκινήσεις. Θα ήταν παρανοϊκό να περιμένουμε από μερικές εκατοντάδες συγγραφείς να επισκιάσουν τη λογοτεχνική παραγωγή ολόκληρης της υφηλίου.Δεν είναι όμως αυτό που με προβληματίζει. Για εμένα το ζήτημα είναι πως πολύ δύσκολα θα επιλέξω να εντάξω στη λίστα ανάγνωσης, πολύ περισσότερο να αγοράσω, έναν ελληνικό τίτλο , έστω και ως διάλειμμα από δέκα ξένα αναγνώσματα.  Επίσης , βλέποντας το αντικειμενικά, νομίζω πως την περασμένη δεκαετία λίγα ήταν τα έργα που δεν υπήρξαν εφήμερα και δεν θα ξεχαστούν σύντομα- για σοβαρή επιρροή σε ευρύτερο λογοτεχνικό επίπεδο ούτε λόγος.

Οι αναρτήσεις του Βιβλιοκαφέ και εσχάτως οι συγγραφείς που παρουσιάζει ο librofilo στην εκπομπή του μου έχουν κινήσει το ενδιαφέρον, που προς το παρόν μένει σε θεωρητικό στάδιο. Μήπως αυτή ενστικτώδης επιφυλακτικότητα απέναντι στην εγχώρια παραγωγή είναι απόρροια του τρόπου διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο σχολείο, όπως σχολίασε πρόσφατα και η Κατερίνα;Κανένας Έλληνας πεζογράφος δε με μάγεψε πραγματικά, αγάπησα και θαύμασα διάφορους,αλλά κανείς δεν χώρεσε στο προσωπικό μου πάνθεον. Αν υπάρχει μια περίπτωση να με δείτε να αφρίζω, είναι βάζοντας με δίπλα σε άνθρωπο που με περισπούδαστο ύφος ισχυρίζεται πως "όποιος δεν έχει διαβάσει τη γενιά του ΄30 δεν ξέρει τίποτε από λογοτεχνία"- παραβλέπω το κατά πόσο γίνεται να "ξέρει" κάποιος λογοτεχνία. 

Από τους Έλληνες κλασικούς ο Καζαντζάκης με συγκίνησε κάποιες φορές-περισσότερες όμως με κούρασε το φολκλόρ της γλώσσας του-, ο Βενέζης με απογοήτευσε, ο Πολίτης με νύσταξε περισσότερο και από τον Θεοτοκά. Στο βάθρο τους έμειναν ο επιπόλαιος αλλά αγαπημένος μου Καραγάτσης, οι δυο ογκόλιθοι του διηγήματος, Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός, και ως μεγάλη συμπάθεια ο Γιώργος Ιωάννου(δεν θα αναφερθώ εδώ σε άλλες μικρές αγάπες). Όσο για το σήμερα, ελάχιστα με συγκινούν τα δύο βαριά χαρτιά, ο Αλεξάκης και η Δημουλά, προτιμώ περισσότερο άλλους. Μεγάλα τα κενά μου -αχανή θα έλεγα-στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά λείπει το κίνητρο για να ξεπεράσω τις αρνητικές εμπειρίες.

Μονάχα ένα πράγμα δε έχω διαπραγματευτεί ποτέ με τον εαυτό μου: την αξία της ελληνικής ποίησης. Όσο αγανακτώ και βαριέμαι με τους πεζογράφους μας, τόσο λατρεύω και εκστασιάζομαι με τους ποιητές μας. Και πάλι υπάρχει το πρόβλημα πως η ποίηση είναι κατά βάση κάτι το αμετάφραστο, οπότε πιο εύκολα βιώνεις τη δύναμη του γραμμένου στη μητρική σου στίχου. Στην ποίηση όμως είναι που οι λογοτέχνες μας βρήκαν τη φωνή τους, μίλησαν με πραγματικά ιδιαίτερο τρόπο, δεν μιμήθηκαν, αλλά δημιούργησαν. Ό,τι έχει αυτός ο τόπος από λογοτεχνία, κατοικεί στην ποίηση.Μπορεί  να μην διαβάσω για μήνες ελληνική πεζογραφία, πόσες εβδομάδες όμως θα άντεχα μακριά από τους στίχους του Καβάφη, του Εμπειρίκου, του Αναγνωστάκη, του Σαχτούρη, του Χριστιανόπουλου, του Γκάτσου και τόσων άλλων;