Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang, Rainier Maria Rilke
"Γιατί η ομορφιά αγαπητέ μου Φαίδρε, μόνο η ομορφιά είναι κάτι ορατό και άξιο σεβασμού συνάμα.Και μη ξεχνάς ποτέ πως είναι η μοναδική μορφή του πνευματικού που μπορούμε να τη νιώσουμε με τις αισθήσεις και με τις αισθήσεις τη δεχόμαστε"
Το ταξίδι του Γκουστάβου φον Άσσενμπαχ στη Βενετία (Θάνατος στη Βενετία, εκδ Ίνδικτος , μετφ Μαρία Κωνσταντινίδη) είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια αριστουργηματική νουβέλα, από μια μοναχική κάθοδο στον Άδη ή μια απλή επιβεβαίωση του ομηρικού ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ᾽ ἀπολήγει. Είναι ένας διάλογος με την αισθητική φιλοσοφία και τα πλατωνικά διδάγματα περί έρωτος. Είναι ένα έργο βαθιά ρομαντικό και λυρικό, όπου η ζωή γονατίζει μπροστά στο ανυπέρβλητο κάλλος και καταλήγει σε θάνατο. Είναι μια κομψή αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ένταση εξομολόγηση του Μανν για τις καταπιεσμένες παρορμήσεις του.Είναι ένας ύμνος του ωραίου ,το οποίο ο άνθρωπος αδυνατεί να θαυμάσει δίχως να καταστραφεί, ακριβώς όπως τα μάτια μας κλείνουν ενστικτωδώς στη θέα του απόλυτου φωτός.
Κινούμενος σαν μαριονέτα μιας θεϊκής βούλησης ο Άσσενμπαχ αναπάντεχα αποφασίζει για πρώτη φορά να διακόψει το συγγραφικό του έργο και να αναζητήσει ξεκούραση και νέα έμπνευση στην Ιταλία, όπως συνηθίζει η γερμανική αριστοκρατία. Τα δυο νεκροταφεία του Μονάχου,που συναντά στον περίπατό του, η μαύρη γόνδολα που θυμίζει νεκροφόρα και η κρίση δημιουργικότητας δεν αφήνουν αμφιβολία για τον τελικό προορισμό του ταξιδιού του. Ο Άσσενμπαχ δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη Βενετία, ωστόσο θα έχει την ευκαιρία να βιώσει μια πολλαπλώς αφυπνιστική εμπειρία, την αναμέτρηση με την ιδεατή ομορφιά. Ο πειθαρχημένος και καταπιεσμένος μεγαλοαστός με την αλύγιστη ηθική συνείδηση δε θα καταφέρει να φανεί αντάξιος της αποκάλυψης πρόκειται να βιώσει, πράγμα που θα του στοιχίσει τη ζωή του.
Δε θα χρειαστούν παρά ελάχιστες μέρες στη Βενετία προκειμένου ο Άσσενμπαχ να παρατηρήσει τον άγγελο και δήμιο του. Ένας γαλήνιος, ξανθός έφηβος πολωνικής καταγωγής, ο Τάτζιο με την αγαλματένια κατατομή και το πράο αγγελικό πρόσωπο είναι το σύμβολο της απόλυτης, νεανικής- και συνεπώς άφθαρτης, ανολοκλήρωτης και υποσχετικής ακόμα- ομορφιάς, η ενσάρκωση του έρωτα, η συγκέντρωση όλων των αισθητικών προσδοκιών σε ένα μόνο σώμα. Φιγούρα εκθαμβωτική, σχεδόν μυθική, όπως προδίδει η σύγκριση του με μορφές όπως ο Υάκινθος και ο Νάρκισσος, ο Τάτζιο έρχεται να γκρεμίσει κάθε βεβαιότητα του Άσσενμπαχ, να τον κάνει να χάσει τη ρότα του και να μείνει παντελώς ακυβέρνητος μεσούσης της κρισιμότερης περιόδου της ζωής του.
Ο Άσσενμπαχ αντιλαμβάνεται πως "το όριο αισθητικότητας και αισθησιασμού είναι ρευστό και οιονεί ασύνορο"(Ηρακλής Λογοθέτης) και δεν αργεί να υποταχθεί στην έλξη της ομορφιάς, να ερωτευτεί άνευ όρων και πέρα από κάθε λογική το αντικείμενο του θαυμασμού του. Το αγκαλιάζει με τη ματιά του σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, αντλεί έμπνευση από αυτό, γονατίζει στην πόρτα του δωματίου του για να ψελλίσει δακρυσμένος "σε αγαπάω". Ο Άσσενμπαχ μαγεύεται καθημερινά όλο και περισσότερο και δένεται σε ένα άρμα που θα τον σύρει μέχρι εξόντωσης. Γιατί μπορεί ο συγγραφέας να αποδέχεται την ομοφυλοφιλία του, να αφήνει στην άκρη την αστική ευπρέπεια προκειμένου για μια φορά να ερωτευτεί σε σημείο σπαραγμού, ωστόσο ποτέ δε θα καταφέρει να κοινωνήσει στον ερώμενο το πάθος του, πολύ περισσότερο να ικανοποιήσει τη φωτιά μέσα του. Δεν έχει τέτοιες εμπειρίες και τέτοιο σθένος.Ο Άσσενμπαχ δε θα καταφέρει να ανταλλάξει έστω και μια κουβέντα με αυτό το τέλειο πλάσμα, θα είναι απλός μάρτυρας του μεγαλείου του και ο μόνος που θα θρηνήσει όταν το απόλυτο σύμβολο ηττηθεί στην τελευταία σκηνή του βιβλίου από έναν συνομήλικό του για να ορθοποδήσει τελικά αυτός ο Απόλλωνας εξίσου εντυπωσιακός και φωτεινός.
Tο ωραίο σκλαβώνει, γοητεύει, γονατίζει, φοβίζει και σκοτώνει.Ο Άσσενμπαχ επωμίζεται όλο το βάρος της θνητότητας και του γήρατος μόνο όταν αντικρίζει το νεανικό σφρίγος του Τάτζιο. Είναι μέσα από τη δική του συγκριτική ασχήμια που συνειδητοποιεί πως οφείλει να παραμερίσει. Σε δυο σημεία της νουβέλας ο Άσσενμπαχ παρατηρεί με αρκετή ευφορία- εντελώς ασυμβίβαστη με τα αισθήματα του για τον νεαρό- πως ο Τάτζιο δε θα ζήσει πολλά χρόνια. Ανακούφιση και ικανοποίηση της ζήλιας του γηραιού συγγραφέα που μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει πως η τελειότητα δε θα διαρκέσει πολύ και συνεπώς υπάγεται και αυτή , όπως ο ίδιος, στον κύκλο των φθαρτών πραγμάτων; Η μήπως δικαίωση της ιδεατής ομορφιάς; Ο χρόνος, οι κακουχίες, οι ασθένειες και οι ανησυχίες δεν πρόκειται να χαράξουν το πρόσωπο του Τάτζιο και τίποτα δε θα καταφέρει να μειώσει στο ελάχιστο την τελειότητα της μορφής του. Για να εκπληρώσει το ρόλο του συμβόλου ο Τάτζιο οφείλει να πεθάνει νέος, ώστε να αποσυνδέσει την ομορφιά από την πάροδο του χρόνου.
Αυτό που έρχεται να ισοπεδώσει εντελώς τον Άσσενμπαχ δεν είναι ίσως η προαίσθηση του επερχόμενου θανάτου ή η παραδοχή μιας καταπιεσμένης σεξουαλικότητας. Το γεγονός που κλονίζει τον καλλιτέχνη περισσότερο και από την ομορφιά αυτή καθαυτή είναι η απλότητα και η ευκολία με την οποία αυτή επιτυγχάνεται στην περίπτωση του Τάτζιο, του οποίου το χαμόγελο μέσα από τα ηλιόλουστα κατάξανθα μαλλιά είναι μια αισθητική εμπειρία δίχως προηγούμενο.Για έναν καλλιτέχνη, που πάντοτε ζούσε σαν "σφιγμένη γροθιά",όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μανν, η παρουσία του ανόθευτου κάλλους δίχως μόχθο, χρόνο και θυσίες έρχεται να καταστήσει σχεδόν μάταια την προσωπική πορεία προς τη σαγήνη του ωραίου. Δεν είναι τυχαίο πως ο Άσσενμπαχ εγκαταλείπει ουσιαστικά τη συγγραφή μετά τη γνωριμία με τον Τάτζιο: ό,τι αναζητούσε μανιωδώς, την επινόηση του κάλλους σε όλη του την έκταση, παρουσιάστηκε μπροστά του με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο.Το μόνο που μένει στο συγγραφέα είναι να θαυμάσει το φαινόμενο αυτό παραιτούμενος από κάθε ελπίδα σωτηρίας (ο Άσσενμπαχ δε φεύγει από τη Βενετία παρά τις διαδόσεις για επιδημία χολέρας, προκειμένου να μην εγκαταλείψει τον Τάτζιο).
"Όποιος έχει δει το ωραίο με τα ίδια του τα μάτια είναι ήδη καταδικασμένος να πεθάνει", σχόλιο του Βισκόντι που μετέφερε με μεγάλη επιτυχία το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη
"Γιατί η ομορφιά αγαπητέ μου Φαίδρε, μόνο η ομορφιά είναι κάτι ορατό και άξιο σεβασμού συνάμα.Και μη ξεχνάς ποτέ πως είναι η μοναδική μορφή του πνευματικού που μπορούμε να τη νιώσουμε με τις αισθήσεις και με τις αισθήσεις τη δεχόμαστε"
Το ταξίδι του Γκουστάβου φον Άσσενμπαχ στη Βενετία (Θάνατος στη Βενετία, εκδ Ίνδικτος , μετφ Μαρία Κωνσταντινίδη) είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια αριστουργηματική νουβέλα, από μια μοναχική κάθοδο στον Άδη ή μια απλή επιβεβαίωση του ομηρικού ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ᾽ ἀπολήγει. Είναι ένας διάλογος με την αισθητική φιλοσοφία και τα πλατωνικά διδάγματα περί έρωτος. Είναι ένα έργο βαθιά ρομαντικό και λυρικό, όπου η ζωή γονατίζει μπροστά στο ανυπέρβλητο κάλλος και καταλήγει σε θάνατο. Είναι μια κομψή αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ένταση εξομολόγηση του Μανν για τις καταπιεσμένες παρορμήσεις του.Είναι ένας ύμνος του ωραίου ,το οποίο ο άνθρωπος αδυνατεί να θαυμάσει δίχως να καταστραφεί, ακριβώς όπως τα μάτια μας κλείνουν ενστικτωδώς στη θέα του απόλυτου φωτός.
Κινούμενος σαν μαριονέτα μιας θεϊκής βούλησης ο Άσσενμπαχ αναπάντεχα αποφασίζει για πρώτη φορά να διακόψει το συγγραφικό του έργο και να αναζητήσει ξεκούραση και νέα έμπνευση στην Ιταλία, όπως συνηθίζει η γερμανική αριστοκρατία. Τα δυο νεκροταφεία του Μονάχου,που συναντά στον περίπατό του, η μαύρη γόνδολα που θυμίζει νεκροφόρα και η κρίση δημιουργικότητας δεν αφήνουν αμφιβολία για τον τελικό προορισμό του ταξιδιού του. Ο Άσσενμπαχ δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη Βενετία, ωστόσο θα έχει την ευκαιρία να βιώσει μια πολλαπλώς αφυπνιστική εμπειρία, την αναμέτρηση με την ιδεατή ομορφιά. Ο πειθαρχημένος και καταπιεσμένος μεγαλοαστός με την αλύγιστη ηθική συνείδηση δε θα καταφέρει να φανεί αντάξιος της αποκάλυψης πρόκειται να βιώσει, πράγμα που θα του στοιχίσει τη ζωή του.
Δε θα χρειαστούν παρά ελάχιστες μέρες στη Βενετία προκειμένου ο Άσσενμπαχ να παρατηρήσει τον άγγελο και δήμιο του. Ένας γαλήνιος, ξανθός έφηβος πολωνικής καταγωγής, ο Τάτζιο με την αγαλματένια κατατομή και το πράο αγγελικό πρόσωπο είναι το σύμβολο της απόλυτης, νεανικής- και συνεπώς άφθαρτης, ανολοκλήρωτης και υποσχετικής ακόμα- ομορφιάς, η ενσάρκωση του έρωτα, η συγκέντρωση όλων των αισθητικών προσδοκιών σε ένα μόνο σώμα. Φιγούρα εκθαμβωτική, σχεδόν μυθική, όπως προδίδει η σύγκριση του με μορφές όπως ο Υάκινθος και ο Νάρκισσος, ο Τάτζιο έρχεται να γκρεμίσει κάθε βεβαιότητα του Άσσενμπαχ, να τον κάνει να χάσει τη ρότα του και να μείνει παντελώς ακυβέρνητος μεσούσης της κρισιμότερης περιόδου της ζωής του.
Ο Άσσενμπαχ αντιλαμβάνεται πως "το όριο αισθητικότητας και αισθησιασμού είναι ρευστό και οιονεί ασύνορο"(Ηρακλής Λογοθέτης) και δεν αργεί να υποταχθεί στην έλξη της ομορφιάς, να ερωτευτεί άνευ όρων και πέρα από κάθε λογική το αντικείμενο του θαυμασμού του. Το αγκαλιάζει με τη ματιά του σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, αντλεί έμπνευση από αυτό, γονατίζει στην πόρτα του δωματίου του για να ψελλίσει δακρυσμένος "σε αγαπάω". Ο Άσσενμπαχ μαγεύεται καθημερινά όλο και περισσότερο και δένεται σε ένα άρμα που θα τον σύρει μέχρι εξόντωσης. Γιατί μπορεί ο συγγραφέας να αποδέχεται την ομοφυλοφιλία του, να αφήνει στην άκρη την αστική ευπρέπεια προκειμένου για μια φορά να ερωτευτεί σε σημείο σπαραγμού, ωστόσο ποτέ δε θα καταφέρει να κοινωνήσει στον ερώμενο το πάθος του, πολύ περισσότερο να ικανοποιήσει τη φωτιά μέσα του. Δεν έχει τέτοιες εμπειρίες και τέτοιο σθένος.Ο Άσσενμπαχ δε θα καταφέρει να ανταλλάξει έστω και μια κουβέντα με αυτό το τέλειο πλάσμα, θα είναι απλός μάρτυρας του μεγαλείου του και ο μόνος που θα θρηνήσει όταν το απόλυτο σύμβολο ηττηθεί στην τελευταία σκηνή του βιβλίου από έναν συνομήλικό του για να ορθοποδήσει τελικά αυτός ο Απόλλωνας εξίσου εντυπωσιακός και φωτεινός.
Tο ωραίο σκλαβώνει, γοητεύει, γονατίζει, φοβίζει και σκοτώνει.Ο Άσσενμπαχ επωμίζεται όλο το βάρος της θνητότητας και του γήρατος μόνο όταν αντικρίζει το νεανικό σφρίγος του Τάτζιο. Είναι μέσα από τη δική του συγκριτική ασχήμια που συνειδητοποιεί πως οφείλει να παραμερίσει. Σε δυο σημεία της νουβέλας ο Άσσενμπαχ παρατηρεί με αρκετή ευφορία- εντελώς ασυμβίβαστη με τα αισθήματα του για τον νεαρό- πως ο Τάτζιο δε θα ζήσει πολλά χρόνια. Ανακούφιση και ικανοποίηση της ζήλιας του γηραιού συγγραφέα που μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει πως η τελειότητα δε θα διαρκέσει πολύ και συνεπώς υπάγεται και αυτή , όπως ο ίδιος, στον κύκλο των φθαρτών πραγμάτων; Η μήπως δικαίωση της ιδεατής ομορφιάς; Ο χρόνος, οι κακουχίες, οι ασθένειες και οι ανησυχίες δεν πρόκειται να χαράξουν το πρόσωπο του Τάτζιο και τίποτα δε θα καταφέρει να μειώσει στο ελάχιστο την τελειότητα της μορφής του. Για να εκπληρώσει το ρόλο του συμβόλου ο Τάτζιο οφείλει να πεθάνει νέος, ώστε να αποσυνδέσει την ομορφιά από την πάροδο του χρόνου.
Αυτό που έρχεται να ισοπεδώσει εντελώς τον Άσσενμπαχ δεν είναι ίσως η προαίσθηση του επερχόμενου θανάτου ή η παραδοχή μιας καταπιεσμένης σεξουαλικότητας. Το γεγονός που κλονίζει τον καλλιτέχνη περισσότερο και από την ομορφιά αυτή καθαυτή είναι η απλότητα και η ευκολία με την οποία αυτή επιτυγχάνεται στην περίπτωση του Τάτζιο, του οποίου το χαμόγελο μέσα από τα ηλιόλουστα κατάξανθα μαλλιά είναι μια αισθητική εμπειρία δίχως προηγούμενο.Για έναν καλλιτέχνη, που πάντοτε ζούσε σαν "σφιγμένη γροθιά",όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μανν, η παρουσία του ανόθευτου κάλλους δίχως μόχθο, χρόνο και θυσίες έρχεται να καταστήσει σχεδόν μάταια την προσωπική πορεία προς τη σαγήνη του ωραίου. Δεν είναι τυχαίο πως ο Άσσενμπαχ εγκαταλείπει ουσιαστικά τη συγγραφή μετά τη γνωριμία με τον Τάτζιο: ό,τι αναζητούσε μανιωδώς, την επινόηση του κάλλους σε όλη του την έκταση, παρουσιάστηκε μπροστά του με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο.Το μόνο που μένει στο συγγραφέα είναι να θαυμάσει το φαινόμενο αυτό παραιτούμενος από κάθε ελπίδα σωτηρίας (ο Άσσενμπαχ δε φεύγει από τη Βενετία παρά τις διαδόσεις για επιδημία χολέρας, προκειμένου να μην εγκαταλείψει τον Τάτζιο).
"Όποιος έχει δει το ωραίο με τα ίδια του τα μάτια είναι ήδη καταδικασμένος να πεθάνει", σχόλιο του Βισκόντι που μετέφερε με μεγάλη επιτυχία το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη