Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Το αριστούργημα ενός μισάνθρωπου


Αισθάνομαι λίγο άβολα όταν καλούμαι να εκφέρω άποψη για ένα έργο που έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της λογοτεχνίας. Το “Ταξίδι στην Άκρη της νύχτας διαθέτει πράγματι όλα τα χαρακτηριστικά ενός αριστουργήματος: σε αρπάζει από την πρώτη σελίδα του και σε βυθίζει στο δικό του σύμπαν, σε κάνει άλλοτε να νιώθεις πως σε πάτησε ένα τρένο και άλλοτε πως έγινες κοινωνός ενός άφατου μυστικού της ανθρώπινης ύπαρξης, σε ακολουθεί ακόμα και τις ώρες που δεν το διαβάζεις και με το που το τελειώνεις σε κάνει να αδημονείς για την επόμενη, πιο προσεκτική, ανάγνωση.
Γραμμένο το 1932, στον απόηχο του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου , το “Ταξίδι” είναι μια καταγραφή της βαθύτερης ανθρώπινης κατάστασης ,όπως την αντιλαμβάνεται ο βετεράνος στρατιώτης Λουί Φερντινάντ Σελίν. Δεν είναι τυχαίο πως ο Σελίν θέτει τον ήρωά του,τη λογοτεχνική του περσόνα Φερδινάνδο Μπαρνταμού, εν μέσω οριακών καταστάσεων.Μέσα από τον πόλεμο, μπροστά στις αρρώστιες, στη μοναξιά της αχανούς ζούγκλας και την αποξένωση μιας μεγαλούπολης μπορεί να αποδειχθεί η πάγια πεποίθηση του Σελίν, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα ζώο φρικτό, επικίνδυνο και αιμοβόρο, του οποίου οι αναστολές κρατούν μόνο όσο κρύβεται πίσω από την ψευδαίσθηση πολιτισμού που προβάλλει. Το “ταξίδι” λοιπόν συνίσταται στην αποκάλυψη της ανθρώπινης βαρβαρότητας και τελικός προορισμός είναι το ίδιο το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.

 "Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβάσαι, πάντοτε"

Αφετηρία της διαδρομής είναι η πλατεία Κλισύ, όπου ο νεαρός σπουδαστής ιατρικής Φερδινάνδος, παρακινημένος από έναν φίλο, σπεύδει να καταταγεί εθελοντικά στο γαλλικό στράτευμα. Οι συγκυρίες θα τον οδηγήσουν στα πεδία των μαχών του Ά παγκοσμίου πολέμου, του πολέμου που είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο, μεγαλύτερο και από τον αντίστοιχο του επόμενου παγκόσμιου πολέμου, στην πορεία της δυτικής σκέψης. Για πρώτη φορά φάνηκε σε κοινή θέα πόσο μπορεί να αποκτηνωθεί ο άνθρωπος :οι μαζικές σφαγές αμάχων, οι εκατόμβες των στρατιωτών και η άθλια ζωή τους στα χαρακώματα δεν είχαν κανένα προηγούμενο. Ό,τι ξεκίνησε ως πατριωτικός ενθουσιασμός για τον Φερδινάνδο , καταλήγει σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης που υπακούει απόλυτα τα ένστικτα. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία δεν παίζουν κανένα ρόλο, καθώς μια οβίδα είναι αρκετή για να μετατρέψει σε στάχτη και τον ικανότερο μαχητή. Κάθε διαταγή φαντάζει παράλογη, ένα βήμα προς τον βέβαιο θάνατο, στα μάτια των απογοητευμένων στρατιωτών.Η κατάσταση αυτή κλονίζει την ψυχική υγεία του “σκοτωμένου σε αναστολή”,'οπως κυνικά αυτοχαρακτηρίζεται, Φερδινάνδου.

 "Ο πόλεμος, αυτή η πουτάνα λύσσα που έσπρωχνε τη μισή ανθρωπότητα στοργική ή μη να ξαποστείλει την άλλη μισή στο σφαγείο."

Έτσι από τις φωτιές της μάχης ο Μπαρνταμού μεταφέρεται στο φαινομενικά προστατευμένο περιβάλλον μιας ειδικής κλινικής προκειμένου να επανακάμψει. Εκεί θα γίνει μαζί με άλλους στρατιώτες πειραματόζωο που υποβάλλεται σε νέες θεραπευτικές μεθόδους , καθώς η μητέρα Γαλλία τους χρειάζεται το συντομότερο δυνατόν υγιείς για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο στην πολεμική μηχανή. Στη διάρκεια της νοσηλείας του, ο Φερδινάνδος θα γνωρίσει και άλλους στρατιώτες που με θράσος εξαργυρώνουν την αξία κατορθωμάτων που ουδέποτε πέτυχαν.΄Οταν έχει πλέον απαλλαγεί από τα στρατιωτικά του καθήκοντα βρίσκεται μόνος και απένταρος, εγκαταλελειμμένος από την πατρίδα.
Η μόνη του επιλογή είναι να μπαρκάρει για κάποια γαλλική αποικία στη Αφρική μαζί με γραφειοκράτες και τυχοδιώκτες προκειμένου να κερδίσει κάποια χρήματα. Στο σημείο αυτό ο λευκός άνθρωπος μακριά από τις προφάσεις κοσμιότητας, τρέπεται σε ένα αληθινό ζώο έτοιμο να να ικανοποιήσει κάθε ένστικτο, να επιδοθεί σε κάθε χυδαιότητα, να κλέψει, να σκοτώσει για να μη σκοτωθεί. Οι ντόπιοι πάλι βρίσκονται σε μια ημιάγρια κατάσταση, εντελώς αμόρφωτοι, αλλά εξίσου μπαγαπόντηδες με τους Ευρωπαίους. Η ζωή στην κατάφυτη ζούγκλα, ανάμεσα σε σμήνη εντόμων και κάτω από τον καυτό ήλιο γίνεται αφόρητη για τον Μπαρτναμού.
Τα πράγματα εξελίσσονται έτσι , ώστε ο ήρωας μας να βρεθεί στη μητρόπολη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη. Και εδώ οι προσδοκίες του θα διαψευστούν. Μέσα στην πολυπληθέστερη πόλη του πλανήτη, θα νιώσει πιο μόνος από ποτέ .Οι άνθρωποι δε δείχνουν καμία διάθεση για επικοινωνία και ο Φερδινάνδος δεν έχει παρά να τους παρακολουθεί να επιδίδονται στη σύγχρονη εκδοχή του “άρτος και θεάματα” μέσα στα πολυτελή ξενοδοχεία και πίσω από τις φανταχτερές βιτρίνες των καταστημάτων. Ακόμα και το σεξ βγαίνει από τη ζωή του, καθώς είναι αδύνατο να προσεγγίσει τις εκθαμβωτικής ομορφιάς πλην παγερές νεοϋορκέζες. Υποκατάστατο επικοινωνίας και ψυχαγωγίας γίνεται ο κινηματογράφος. Προσπαθώντας να συντηρηθεί ο Φερδινάνδος πιάνει δουλεια στο εργοστάσιο της Φορντ, όπου “οι μηχανές δουλεύουν τους ανθρώπους”.Αυτή η απόλυτα μηχανοποιημένη εργασία κλονίζει ακόμα περισσότερο τον ήρωα που γίνεται ένα πραγματικό ράκος κάθε φορά που τελειώνει το οκτάωρο. Πρόκειται για μια από τις πρώτες φωνές διαμαρτυρίας για την εργασιακή αποξένωση του 20ου αιώνα. Το μόνο πρόσωπο που τελικά του προσφέρει ουσιαστική φροντίδα και αληθινή αγάπη είναι η Μόλλυ, μια νεαρή πόρνη και ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που σκιαγραφούνται θετικά από τον Σελίν.

"Όλα έτρεμαν στο πελώριο κτήριο, κι εσύ ο ίδιος τρεμουλιαστός απ΄ τα ποδάρια ίσαμε τ΄αυτιά , απ΄τις δονήσεις που ΄ρχονταν απ΄τα τζάμια κι απ΄το πάτωμα κι απ΄τα σιδερικά, ταρακουνημένος από πάνω ως κάτω. Τόσο, που γινόσουνα κι εσύ μηχανή, μ΄όλο σου μάλιστα το κρέας να τρέμει μες σ΄αυτόν το θόρυβο της τεράστιας λύσσας που σε γράπωνε εντός σου και γύρω απ΄το κεφάλι και πιο κάτω, τραντάζοντας τα σωθικά σου , και που ανέβαινε ως τα μάτια με μικρούς, ταχείς κραδασμούς, ατελείωτους, ακάματους."

Όταν πλέον η δουλειά στο εργοστάσιο και η εγκατάλειψη που αισθάνεται στη σύγχρονη μεγαλούπολη γίνονται αφόρητες, ο Φερδινάνδος επιστρέφει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να εργαστεί ως γιατρός. Το δεύτερο μισό του βιβλίου καλύπτει ακριβώς την καριέρα του ως γιατρού και θα μπορούσε να είναι ένα αυτοτελές έργο. Το ύφος, το περιεχόμενο , η τραγική κατάληξη και οι χαρακτήρες θυμίζουν πολλά έργα της ανθρώπινης κωμωδίας του Μπαλζάκ. Ως γιατρός ο πρωταγωνιστής γνωρίζει τον μικροαστικό τρόπο σκέψης και δράσης, τις προκαταλήψεις που τρέφουν τα λαϊκά στρώματα και κυρίως τη νύχτα, το σκοτάδι που κρύβεται σε κάθε παρισινή κατοικία. Στις σελίδες αυτές παρελαύνουν άνθρωποι που προτιμούν να αφήσουν την κόρη τους να πεθάνει από το να πληγεί το κύρος της οικογένειας, γονείς που εκδικούνται σαδιστικά τα παιδιά τους, ζευγάρια που δε λογαριάζουν τίποτε μπροστά στο κέρδος. Κάθε περιστατικό που αναλαμβάνει είναι και μια απόδειξη της σκληρότητας και της απανθρωπιάς που μάταια προσπαθούμε να κρύψουμε μέσα μας. Τελικά , όπως και στον πόλεμο, ο Φερδινάνδος θα γίνει συνένοχος στην καθημερινή σφαγή ,συνήθως αναίμακτη, που παρακολουθεί. Θα γίνει θύτης για να μην είναι αυτός το θύμα, θα εξαπατήσει για να μην εξαπατηθεί .Αυτή είναι και η μεγάλη μαεστρία του Σελίν, δείχνει πως κανένας δε μπορεί να ξεφύγει από τον ανθρώπινο βούρκο στην επιφάνεια του οποίου γεννιέται, αντίθετα είναι καταδικασμένος να βυθιστεί σε αυτόν.

Το ύφος και η γλώσσα του Σελίν είναι μοναδική. Απρόοπτη, παιχνιδιάρικη, βλάσφημη θα ταίριαζε ακόμα και σε ένα έργο γραμμένο στο σήμερα. Ο Σελίν ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη λόγια, ακαδημαϊκή γλώσσα που κυριαρχούσε τότε στη Γαλλία.Το σκληρό περιεχόμενο και η πικρή αλήθεια επιβάλλουν ένα ιδίωμα εξίσου αμείλικτη και ρεαλιστική. Δε μπορείς να συμπεριφερθείς στον πόλεμο, τον θάνατο και την κακία με το γάντι. Η γλώσσα αυτή σε συνδυασμό με την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι που σοκάρει ακόμα περισσότερο τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Μοναδική είναι εξάλλου η ειρωνεία και ο κυνισμός με τον οποίο σχολιάζονται τα διάφορα περιστατικά, ένα χιούμορ πικρόχολο και συνάμα καθαρτήριο.
Τέλος μόνο η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να αποτυπώσει τον μεταφραστικό άθλο της Σεσίλ Ιγγλέση Μργέλλου. Το κείμενο είναι ολοζώντανο και ρέει απρόσκοπτα. Υπάρχουν σημεία , στα οποία γίνεται εμφανής η λογοτεχνική αρετή αυτής της γυναίκας. Η μετάφραση βέβαια δεν κρίθηκε άξια για κάποιο βραβείο τη χρονιά που εκδόθηκε. Ταξίδι στην άκρη της μικροψυχίας ,όπως σχολίασε εύστοχα ο Νίκος Δήμου.
Λίγα βιβλία έχουν τη δύναμη του “Ταξιδιού”, τη λογοτεχνική και εκφραστική του αρτιότητα , την ικανότητα να σφηνώνονται στο κεφάλι μας και να αναδύονται ανά διαστήματα. Κάποιοι χαρακτήρισαν τον Σελίν μισάνθρωπο. Πιθανότατα ήταν .Διαβάζοντας όμως το βιβλίο μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει και ρεαλιστή, ψύχραιμο παρατηρητή της ανθρώπινης υποκρισίας και κακίας.


" Αναδευόμασταν ράθυμα ανάμεσα στα καταστρώματα, σάμπως  χταπόδια στον πάτο μπανιέρας με γλυφό νερό.Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν΄ απλώνεται πάνω στο πετσί η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, εντελώς ασυμμάζευτη με λίγα λόγια, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Τροπικό ατμόλουτρο ενστίκτων σαν τις οχιές και τα βατράχια που έρχονται εν τέλει ν΄απλωθούν τον Αύγουστο στους ραγισμένους τοίχους των φυλακών.Στα κρύα της Ευρώπης , , , μες στη σεμνότυφη μουντάδα του Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας,  μα έτσι και τους κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα τους κατακλύζει την επιφάνεια.Τότε είναι που ξεβρακώνεται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μας κουκουλώνει ολόκληρους,Είναι η βιολογική ομολογία.Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μας αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν  λίγο τη μέγκενη , μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς αυτά που ανακαλύπτεις στο χαρωπό γιαλό  με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρομερούς, καβούρια , ψοφίμια και σβουνιές."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου