Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Αίμα και άμμος

 Ας αρχίσουμε όπως σχεδόν κάθε κείμενο που αναφέρεται στον Χουάν Ρούλφο. Ο Μεξικανός υπήρξε ένα σχεδόν μοναδικό φαινόμενο, καθώς αν θέλουμε να εντοπίσουμε μια ανάλογη περίπτωση, θα πρέπει να θυμηθούμε τον Ρεμπώ που εγκατέλειψε την ποίηση στα είκοσι του χρόνια.Ο Ρούλφο δημοσίευσε μόλις δυο έργα, μια συλλογή διηγημάτων και το εμβληματικό μυθιστόρημα "Πέδρο Πάραμο", και έπειτα σιώπησε για σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Η ισχνή λογοτεχνική του παραγωγή δεν κατάφερε πάντως να σταθεί εμπόδιο στην αναγνώρισή του ως ενός εκ των κορυφαίων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής. Το "Πέδρο Πάραμο" θεωρείται από πολλούς ως το σπουδαιότερο έργο της λατινοαμερικάνικης γραμματείας, ο Ρούλφο τοποθετείται πλάι στον Μπόρχες και το ολιγοσέλιδο έργο του αποτελεί τομή στην πορεία της λογοτεχνίας, καθώς προετοίμασε το boom της δεκαετίας του ΄60.

  Ομολογώ πως δεν εντυπωσιάστηκα από τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής "Ο Κάμπος στις Φλόγες" (εκδ.Πατάκης,μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου). Αποφάσισα να την διαβάσω ώστε να προλειάνω κάπως το έδαφος τόσο για την ανάγνωση του αριστουργήματος του Ρούλφο όσο και των υπόλοιπων μεγάλων έργων της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, για τα οποία ακόμα αισθάνομαι ανέτοιμος.Η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος ο Ρούλφο αντιμετώπισε τη συγγραφή των διηγημάτων αυτών ως άσκηση γραφής πριν καταπιαστεί με το βιβλίο που του άνοιξε την πόρτα για το πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

  " Δε λέμε τι σκεφτόμαστε.Πάει πολύς καιρός που έχουμε χάσει πια την όρεξη για λόγια.Την τέλεψε η ζέστη.Ίσως μιλούσαμε εύκολα σε άλλα μέρη, εδώ όμως θέλει κόπο.Εδώ μιλάς και οι λέξεις πυρώνουν μες στο στόμα σου μαζί με την ζέστη απ'έξω και σου ξεραίνουν τη γλώσσα μέχρι που κόβεται η ανάσα σου.Έτσι έχουν εδώ τα πράγματα.Γι΄αυτό κανείς δε θέλει να μιλά."

   Ο Ρούλφο δεν αγαπά τις μεγαλοστομίες και τη φλυαρία.Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό ένας συγγραφέας που, πιστεύοντας πως τα είχε πει όλα σε μερικές εκατοντάδες σελίδες, έμεινε αυτοεξόριστος από την τέχνη του; Η γραφή του είναι ασθμαίνουσα και αυστηρά λιτή. Σε κανένα από τα σύντομα διηγήματά του δεν παρασύρεται σε λυρικές περιγραφές, στοχασμούς ή παρεκβάσεις και  συγχωρεί στον εαυτό του ούτε μια περιττή φράση.Κάθε παράγραφος είναι απόλυτα ζυγισμένη, διατυπωμένη με τρόπο δωρικό και τελεσίδικο.Το μοναδικό όχημα που αποδέχεται ο Ρούλφο για τις λέξεις του είναι ο κοφτός, μικροπερίοδος λόγος που ταιριάζει απόλυτα με τον καυτό ήλιο και τους κατάκοπους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του.

     Τα διηγήματα διαδραματίζονται τη δεκαετία του 1920, ενώ μαινόταν στο Μεξικό ο εμφύλιος πόλεμος των Κριστέρος - στη διάρκεια του οποίου δολοφονήθηκε ο πατέρας του Ρούλφο-που αφορούσε κατά κύριο λόγο τη κατανομή ισχύος και την αναδιανομή της γης. Φόντο των ιστοριών είναι η επαρχία του Χαλίσκο, μια φτωχή και άγονη περιοχή με τσακισμένους ανθρώπους, στην οποία μεγάλωσε ο συγγραφέας. Τα πρόσωπα εναλλάσσονται ωστόσο υπάρχει ένας ιστός που τα συνδέει: η πείνα, η φτώχεια, ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση, το μίσος και η απανθρωπιά που γεννούν οι σκληρές συνθήκες και το εχθρικό τοπίο.

      Η πλοκή των ιστοριών είναι απλή με κοινό άξονα το σκοτάδι που τις περιβάλλει. Εγκλήματα του παρελθόντος, αιμομιξίες, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα αδελφός που οδηγεί στο θάνατο τον ομομήτριό του, ένας πατέρας που μισεί τον γιο του αλλά προσπαθεί να τον σώσει, αντάρτες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον ομοσπονδιακό στρατό. Η βία και το αίμα κυριαρχούν και ο Ρούλφο σε αρκετές περιπτώσεις περιγράφει με ωμό νατουραλισμό τον ξεπεσμό των κατοίκων του Χαλίσκο. Δεν είναι λίγα τα σημεία που μου θύμισαν την εξίσου αδέκαστη και σκληρή γραφή του Κόρμακ Μακ Κάρθυ. "Ο Κάμπος στις φλόγες" είναι ένα αποσπασματικό οδοιπορικό στη γη του Μεξικού, που παρά τις καλές στιγμές του ("Τάλπα","Ο 'Αντρας","Πες τους να μη με σκοτώσουν", "Πέρασμα του Βορρά", "Είναι που είμαστε πολύ φτωχοί") δεν κατάφερε να με ενθουσιάσει. 

   "Ίσως και οι δυο έχουμε πολύ κοντά μας το σώμα του Τανίλο, ξαπλωμένο στην τυλιγμένη ψάθα·γεμάτη μέσα κι έξω από ΄να σμάρι μπλε μύγες που ο βόμβος τους έμοιαζε με μακρύ ρόγχο που έβγαινε από το στόμα του·από εκείνο το στόμα που δεν μπόρεσε να κλείσει παρά τις τόσες προσπάθειες της Ναταλία και τις δικές μου και που έμοιαζε να λαχταράει ακόμα να αναπνεύσει δίχως να βρίσκει ανάσα.Εκείνου του Τανίλο που τίποτα πια δεν του πόναγε, έδειχνε όμως πονεμένος, με γρατζουνιές στα χέρια και τα πόδια και τα μάτια ορθάνοιχτα σαν να κοιτούσε τον ίδιο του τον θάνατο.Εδώ κι εκεί όλες του οι πληγές να στάζουν  ένα κίτρινο υγρό, κι αυτή τη μυρωδιά  που σκορπιζότανε παντού και που την ένιωθε κανείς στο στόμα, σαν να γευόταν ένα μέλι πηχτό και πικρό που έλιωνε στο αίμα του με κάθε ρουφηξιά αέρα"

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Άκου ανθρωπάκο...

Το πιο επικίνδυνο πλάσμα είναι το ζαρωμένο ανθρωπάκι μέσα μας, που όταν συναισθάνεται την ποταπότητα και την αδυναμία του εξεγείρεται και προσπαθεί να ισοπεδώσει ό,τι στέκεται γύρω του και είναι ψηλότερο από το ίδιο. Μια χούφτα από τέτοιους αισχρούς τραμπούκους και μαχαιροβγάλτες αλωνίζει εδώ και καιρό σε κάθε πόλη βρίζοντας, τρομοκρατώντας, κυνηγώντας μετανάστες, ομοφυλόφιλους, αριστερούς, αντιφασίστες, οποιονδήποτε αρνείται να κλείσει τα μάτια στη βαρβαρότητα τους.

Ένα γελοίο μόρφωμα από κοινούς λάτρεις της βίας, σαδιστές, ορφανά του Χίτλερ και νοσταλγούς του εμφυλίου, που αυτοηδονίζονται με κιτς ναζιστικές γιορτές τις Θερμοπύλες, στρατιωτικά παραγγέλματα, τον κομφορμισμό της αγέλης τους, τη στριγκιά φωνή του αρχηγού τους- που μόνο Άριο δε θυμίζει-, τις ομαδικές επιθέσεις σε στόχους ανήμπορους να αντιδράσουν, έτσι για να αυτοεπιβεβαιώσουν την ρώμη και την αρρενωπότητα τους. Ένας θίασος εγκληματιών που χαιρετά ναζιστικά και ,για να μην  αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικοφροσύνης του, τιμά τη μνήμη των ταγματασφαλιτών. 

Και πίσω από αυτούς ακολουθούν ,λιγότερο ενεργοί αλλά εξίσου αισχροί και ένοχοι, τα εκατοντάδες χιλιάδες φοβισμένα ανθρωπάκια που θέλουν να δανειστούν κάτι από την λάμψη, την εξουσία και την ισχύ της εμπροσθοφυλακής. Τα ανθρωπάκια που πιστεύουν πως έτσι θα οχυρώσουν καλύτερα το κτίσμα τους για να ζήσουν γαλήνιοι και ασφαλείς την ζωή τους, αποτυγχάνοντας πάντα να εκπληρώσουν τα μικροαστικά τους όνειρα. Ξέρω πάρα πολλούς ανθρώπους που καταστράφηκαν αυτά τα χρόνια και αγκομαχούν καθημερινά για να τα βγάλουν πέρα.Όμως δεν έσπευσαν όλοι να αγκαλιάσουν τον φασισμό για μια σακούλα πατάτες.Για αυτό και δεν πρόκειται να δείξω την παραμικρή κατανόηση σε όσους είδαν στο πρόσωπο του τέρατος μια λύση στα προβλήματά τους.Για μένα όσοι σκέφτηκαν έτσι είναι μια ανοιχτή πληγή, ένας καρκίνος που θα υπάρχει στην κοινωνία ακόμα και όταν η μαυρίλα τους αποτελέσει παρελθόν, όπως ακριβώς οι ταγματασφαλίτες και οι φιλοχουντικοί που δεν τιμωρήθηκαν και αφέθηκαν να γαλουχήσουν και τους απογόνους τους στο μίσος.

Το θηρίο πλέον δεν βρυχάται απλώς·ορμάει, δαγκώνει, σκοτώνει. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα και τώρα είμαστε συντριπτικά περισσότεροι.Το σταυροδρόμι φασισμού και αντιφασισμού δεν έχει να κάνει με την πολιτική, αλλά με τον πολιτισμό, με το κατά πόσο έχουμε ακόμα το σθένος και τη θέληση να είμαστε άνθρωποι. Και πρέπει να του νικήσουμε, χωρίς να υιοθετήσουμε τις πρακτικές τους.
1985,Σουηδία, επιζήσασα από στρατόπεδο συγκέντρωσης χτυπάει νεοναζί με την τσάντα της

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Τζακ και Καρλ, βίοι παράλληλοι

"Ο Καπάτσος"(εκδ.Άγρα, μετάφραση Α.Καλοκύρη)του Elmore Leonard είναι ένα από τα βιβλία που θα χαρακτήριζα "αντρικά" και που θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί επιτυχώς στον κινηματογράφο. Ο γνωστός συγγραφέας βυθίζει τον αναγνώστη στην αγαπημένη για τους συγγραφείς νουάρ ιστοριών δεκαετία του ΄30, σε έναν κόσμο γεμάτο παράτολμους γκάνγκστερ,femme fatale, άφθονο παράνομο ουίσκι, πιστολίδι, τυχοδιώκτες και αστυνομικούς που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους ή απλώς αφήνονται στη διαφθορά που τους προσφέρεται.Το μυθιστόρημα ,παρότι φλύαρο σε ορισμένα σημεία, συνεπαίρνει εύκολα τον αναγνώστη χάρη στην πολύ καλά στυλιζαρισμένη αφήγηση του Leonard που δίνει την αίσθηση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο ζυμωμένο μέσα στον σύμπαν που περιγράφει.


Το βιβλίο ακολουθεί δυο νεαρούς, τον Καρλ Ουέμπστερ και τον Τζακ Μπελμόντ, άτομα που ακολούθησαν διαμετρικά αντίθετες πορείες, ωστόσο μοιάζουν με αδέλφια που χωρίστηκαν στο σταυροδρόμι αρετής και κακίας.Ο Καρλ, ομοσπονδιακός αστυνομικός, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας ενός αστυνομικού από τον διαβόητο κακοποιο Έμμετ Λονγκ , εμπειρία που τον στιγμάτισε, και αποφάσισε να ταχθεί στην υπηρεσία του νόμου αφότου σκότωσε έναν ζωοκλέφτη, απόφαση που δε μπόρεσε να αλλάξει ο πετρελαιοπαραγωγός πατέρας του. Ο Τζακ από την άλλη, επίσης γόνος βαθύπλουτου πετρελαιά της Οκλαχόμα, ήδη από την εφηβεία στράφηκε στο έγκλημα, απαγάγοντας την ερωμένη του πατέρα του.Και οι δύο φιγουρατζήδες και γεμάτοι αυτοπεποίθηση, οι πρωταγωνιστές θυμίζουν περισσότερο παιδιά, με τις εμμονές και την αφέλειά τους, παρά ώριμουες άντρες. Η δίωξη του εγκλήματος και οι ληστείες τραπεζών αντίστοιχα είναι για αυτούς ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με κάποιους κανόνες, το οποίο εκτινάσσει την αδρεναλίνη τους και τους κάνει να βάζουν όλο και ψηλότερους στόχους.

Η σχέση των δυο ηρώων είναι σχεδόν καρμική.Ο Καρλ που αναδεικνύεται χάρη στις επιτυχίες του σε εμβληματική φιγούρα τιμωρού του εγκλήματος και ο Τζακ που προσπαθεί να κτίσει όνομα στον υπόλοσμο είναι αναπόφευκτο να συναντηθούν στο δρόμο προς την κορυφή.Οι δυο άντρες σύντομα έρχονται αντιμέτωποι και έτσι ιδρύεται μια αμφίδρομη σχέση θύτη και θύματος.Φτάνουν να ρισκάρουν τα πάντα,συχνά αγνοούν τη λογική και τις εντολές, αρνούνται να δώσουν τη χαριστική βολή ο ένας στον άλλο,γιατί πάνω από όλα θέλουν να συνεχιστεί αυτό το κυνήγι γάτας και ποντικιού.Η λύση θα δοθεί με ένα καταιγισμό πυροβολισμών στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Ο Leonard δε δίνει τόση βαρύτητα στη δημιουργία ατμόσφαιρας ή στην αναλυτική παρουσίαση του κόσμου των γκανγκστερ.Πρωταρχικό του μέλημα είναι η παρακολούθηση των παράλληλων βίων των ηρώων. Οι σκηνές δράσης είναι αναρίθμητες και πολλές θα μπορούσαν να αποτελούν τμήμα από το σενάριο των ταινιών του Ταραντίνο-δεν είναι τυχαίο πως ο σκηνοθέτης έχει ΄μεταφέρει βιβλίο του συγγραφέα στη μεγάλη οθόνη. Το μόνο μείον του μυθιστορήματος είναι το γεγονός πως το ξεκαθάρισμα λογαριασμών καθυστερεί αρκετά, πράγμα που , το ομολογώ, με έκανε να διαβάσω διαγώνια κάποια από τα ενδιάμεσα γεγονότα που μεσολαβούν .

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Το σκοτεινό τούνελ που διασχίζουμε

 Μια αριστουργηματική νουβέλα και δυο μυθιστορήματα ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν τον λογοτεχνικό μύθο του Ερνέστο Σάμπατο, έναν εκ των τεσσάρων γιγάντων της αργεντίνικης λογοτεχνίας. Καθότι αισθάνομαι ακόμα ανέτοιμος να βουτήξω στα βαθιά της λατινοαμερικάνικης συγγραφικής παραγωγής, περιορίζομαι στο να γλύφω πεντανόστιμα και εύπεπτα κοκαλάκια , όπως "Το τούνελ" (Εκδ.Αστάρτη, μετάφραση Μάγια-Μαρία Ρούσσου), το οποίο ολοκλήρωσα χωρίς να το αφήσω από τα χέρια μου.

Ο αφηγητής μας Χουάν Πάμπλο Καστέλ, γνωστός ζωγράφος, ξεκινά με μα ξερή, ψύχραιμη ομολογία πως δολοφόνησε την ερωμένη του Μαρία Ιριμπάρνε. Από τη φυλακή πλέον, ο Καστέλ , μόνος και απογοητευμένος από τους ανθρώπους, εξιστορεί το σύντομο χρονικό της σχέσης του, θέλοντας όχι τόσο να απολογηθεί ή να αυτοψυχαναλυθεί, όσο να καταστήσει σαφές πως η πράξη του ήταν κάτι το αναμενόμενο και δίκαιο κάτω από τις συνθήκες που τελέστηκε. Η γραφή του Σάμπατο είναι πυρετώδης, μεταδίδει στο ακέραιο την υπερένταση του Καστέλ, και ταιριάζει απόλυτα στον ψυχικά διαταραγμένο(;) ήρωα που συχνά χάνει τον ειρμό του, ανοίγει άκαιρες παρενθέσεις και δεν παραλείπει να εκφράζει την περιφρόνησή του για την υπόλοιπη ανθρωπότητα, όποτε του δίνεται η ευκαιρία.

Αυτό που έκανε τον Καστέλ να ερωτευτεί κεραυνοβόλα και παθιασμένα-αυτά πάντα πηγαίνουν μαζί- την Μαρία στη διάρκεια μιας έκθεσης ζωγραφικής του είναι η εντύπωση που του δημιουργήθηκε πως αυτή, μόνη από όλους, εστίασε σε μια λεπτομέρεια του πίνακά του.Μια μοναχική γυναίκα στο βάθος του κάδρου που οι περισσότεροι περνούσαν βιαστικά. Ο Καστέλ αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίσει την Μαρία και αρχίζει να καταστρώνει με σπάνια μεθοδικότητα σχέδια που υπηρετούν την εμμονή του. Όταν τελικά καταφέρνει να την κατακτήσει, η ζήλια του και η αμφιβολία για την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων δεν του επιτρέπουν να ηρεμήσει και να απολαύσει τη σχέση του.

Ο έρωτας που περιγράφει ο Σάμπατο δεν είναι ο έρωτας ενός τρελού, είναι ένας τρελός έρωτας που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε. Για αυτό και δε βιάζομαι να χαρακτηρίσω τρελό τον Καστέλ. Με μια πρώτη ματιά ο φόνος είναι πράξη ενός εμφανώς διασαλευμένου ατόμου, όμως καθώς παρακολουθούμε την αφήγηση του Καστέλ και την οξύτητα των συναισθημάτων του μια δεύτερη σκέψη εμφανίζεται, ο φόνος ως αποτέλεσμα της ακατανίκητης, εγωιστικής κτητικότητας  που χρησιμεύει για να προστατευτεί το αντικείμενο του πόθου. Ίσως λοιπον ο Καστέλ να μην είναι ένας ανισόρροπος, αλλά ένας μη χαλιναγωγημένος από τις κοινωνικές συμβάσεις, ο οποίος αρνείται να αποδεχτεί την απώλεια του προσώπου που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Από αυτήν την οπτική ο φόνος είναι μια επανάσταση και απόλυτη επικράτηση του συναισθήματος έναντι της λογικής και της παραίτησης του με΄σου ανθρώπου από τον έρωτά του μετά από μια απογοήτευση. Το αχαλιναγώγητο συναίσθημα αρκεί για το στιγματισμό κάποιου ως ψυχασθενή- σε τι διαφέρει κανείς από τα κινούμενα από ένστικτα ζώα θα έλεγε κανείς- όμως αν έρθουμε στη θέση του Καστέλ θα διστάσουμε να προβούμε σε έναν τόσο ισοπεδωτικό χαρακτηρισμό.

"Το Τούνελ" δίνει μια πολύ εντυπωτική και πλατιά απεικόνιση του ερωτικού συναισθήματος, που χωράει από το φόβο της μοναξιάς, την ικανοποίηση των σαρκικών αναγκών και την χωρίς ανταλλάγματα τρυφερότητα, μέχρι τη ζήλια, την προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης μέσω του έρωτα, την οικειοποίηση του εραστή και το μίσος της προδοσίας. Και κυρίως, όπως διαπιστώνει ο Καστέλ σε μια ανυπέρβλητη παράγραφο, ο έρωτας με όλα τα παραπάνω αντιφατικά χαρακτηριστικά του, είναι ο μόνος ικανός να δώσει αληθινό παλμό στη ζωή μας, να οδηγήσει σε ένα σύντομο ξέφωτο στην μακρά, μοναχική πορεία μέσα στο ατομικό μας τούνελ.

"Υπήρχε ένα και μοναδικό τούνελ,σκοτεινό και μοναχικό : το δικό μου, το τούνελ που μέσα του είχαν κυλήσει τα παιδικά μου χρόνια, η νιότη μου, η ζωή μου ολόκληρη.Και σε ένα από εκείνα τα διάφανα ανοίγματα του πέτρινου τοίχου, είχα δει αυτήν την κοπέλα κι είχα πιστέψει με αφέλεια πως ερχόταν από άλλο τούνελ ,παράλληλο με το δικό μου, ενώ στην πραγματικότητα άνηκε στον ανοιχτό κόσμο, τον κόσμο τον δίχως όρια, που γνωρίζουν όσοι ζουν μέσα σε τούνελ.Και ίσως να είχε πλησιάσει από περιέργεια σ΄ε΄να από τα παράξενα  παράθυρά μου και να είχε δει το θέαμα της αθεράπευτης μοναξιάς μου, ή όπως το είχε μεταδώσει η σιωπηλή γλώσσα,το κλειδί του πίνακά μου.Και τότε, ενώ εγώ προχωρούσα πάντα μέσα από τη στοά μου, εκείνη ζούσε έξω την κανονική της ζωή, την ταραγμένη ζωή που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που ζουν έξω, αυτή τη ζωή τη παράξενη και γελοία ,οπου γίνονται χοροί και γιορτές κι υπάρχει ευθυμία και κουφότητα.Και καμιά φορά συνέβαινε, όταν εγώ περνούσα μπροστά από κάποιο από τα παράθυρά μου, εκείνη με περίμενε βουβή και ανήσυχη.Αλλά πολλές φορές συνέβαινε να μη φτάνει έγκαιρα και ξεχνούσε αυτό το δύστυχο παγιδευμένο πλάσμα, και τότε εγώ , με το πρόσωπο κολλημένο πάνω στο γυάλινο τοίχο, την έβλεπα μακριά να χαμογελάει ή να χορεύει ανέμελα ή , πράγμα που ήταν ακόμα χειρότερο, δεν την έβλεπα καθόλου και τη φανταζόμουν σε μέρη απρόσιτα και χαύνα.Και τότε ένιωθα πως η μοίρα μου ήταν άπειρα πιο ερημική από ότι είχα φανταστεί."

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Βίλα-Μάτας αυτοσαρκαζόμενος

Έχει πάντα ενδιαφέρον να μαθαίνεις πράγματα για την ανθρώπινη διάσταση των συγγραφέων , να προσπαθείς να φανταστείς το πρόσωπο και τα βιώματα που κρύβονται πίσω από τις σελίδες που διαβάζεις. "To Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ"(εκδ.Καστανιώτης,μετάφραση Ναννά Παπανικολαόυ)  είναι η εξόχως ειρωνική και αυτοσαρκαστική καταγραφή της περιόδου λογοτεχνικής μαθητείας του Ενριίκε Βίλα-Μάτας στο Παρίσι, όταν ακολουθώντας τα χνάρια του ινδάλματός του, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, προσπάθησε να ενταχθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους, να ζήσει τον παλμό της  πόλης και να ολοκληρώσει το πρωτόλειο μυθιστόρημά του.

Ο Μάτας αφηγείται σε χαλαρό ύφος- υποτίθεται πως το κείμενο προορίζεται για μια διάλεξη- και χωρίζει το μυθιστόρημα σε μικρά κεφάλαια, τα οποία δεν συνδέονται πολύ σφιχτά μεταξύ τους. Η διήγηση προσωπικά με εξέπληξε, διότι απλούστατα τα χρόνια της μαθητείας του Μάτας δεν κρύβουν καμία ιδιαίτερη γοητεία ,ούτε αρκούν για να δημιουργήσουν έναν μύθο γύρω από τη γαλούχησή του ως συγγραφέα. Ο Μάτας  αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο χιούμορ τις ανασφάλειες του νεαρού εαυτού του, τις εμμονές του, τις πάμπολλες δυσκολίες που αντιμετώπισε και δε διστάζει να παραδεχθεί πως ,σε αντίθεση με τον Χέμινγουεϊ που έζησε στο Παρίσι "πολύ φτωχός αλλά πολύ ευτυχής", ο ίδιος  υπήρξε "πολύ φτωχός αλλά και πολύ δυστυχής".

Το μυθιστόρημα είναι πραγματικά διασκεδαστικό σε διάφορα σημεία του, καθώς τα περιστατικά που καταγράφει το Μάτας είναι χαρακτηριστικά της αφέλειας ενός νεαρού που προσπαθεί να καταξιωθεί ως καλλιτέχνης. Διαβάζουμε λοιπόν για την προσπάθεια του Μάτας να θυμίζει  διανοούμενο κυκλοφορώντας στα καλλιτεχνικά στέκια με γυαλιά και πίπα, την πεποίθησή του πως πρέπει διαρκώς να φαίνεται μελαγχολικός και απελπισμένος προκειμένου να αποκτήσει το προφίλ συγγραφέα, την μανία του να υπενθυμίζει σε όλους πως μοιάζει εξωτερικά με τον Χέμινγουεϊ, την αγωνιώδη προσπάθειά του να συλλέξει φράσεις για τους διαλόγους του έργου του, σημειώνοντας σε ένα μπλοκάκι ό,τι ενδιαφέρον άκουγε σε συζητήσεις.Κορυφαία στιγμή του μυθιστορήματος δεν είναι άλλη από την παράθεση της αλληλογραφίας με τον πατέρα του, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει πως πρέπει να εξακολουθήσει να τον υποστηρίζει οικονομικά:

"Αγαπητέ πατέρα: έχω φτάσει στην ηλικία που οι αρετές του ανθρώπου βρίσκονται στο ύψιστο σημείο τους και η εξυπνάδα φτάνει τη μέγιστη δύναμη και ικανότητά της. Είναι επομένως η ώρα να υλοποιήσω το λογοτεχνικό μου έργο.Για να το υλοποιήσω χρειάζομαι ηρεμία και όχι περισπασμούς, να μην αναγκάζομαι να ζητάω λεφτά από τη Μαργκερίτ Ντυράς, ούτε να ασχολούμαι συνέχεια με το να προσπαθώ να σε πείσω  ότι αξίζει τον κόπο να χρηματοδοτείς  τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που μακροπρόθεσμα , όταν θα το τελειώσω και θα το εκδώσω και θα εισπράξω το χειροκρότημα του πλήθους , θα σε γεμίσει πατρική περηφάνια και μεγάλη ικανοποίηση που ήξερες να είσαι  γενναιόδωρος μαζί μου.

Αγαπητέ μου γιε: Έχω φτάσει στην ηλικία όπου ο άνθρωπος  αναγκάζεται να διαπιστώσει πως ο γιος του εξελίχθηκε σε ηλίθιο.Σου δίνω τρεις μήνες καιρό  για να τελειώσεις το αριστούργημά σου.Αλήθεια, ποια είναι η Μαργκερίτ Ντυράς;"

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου είναι οι αμέτρητες λογοτεχνικές αναφορές του. Ο Μάτας γενικά συνηθίζει να παραπέμπει σε άλλους συγγραφείς. Έτσι και εδώ  αναφέρεται στα αναγνώσματα της νιότης του από την ισπανική γενιά του ΄27 (Λόρκα, Θερνούδα) και τους Μαλαρμέ, Ρεμπώ, Λοτρεαμόν μέχρι τον Χέμινγουεϊ, αποσπάσματα από το βιβλίο του οποίου "Κινητή γιορτή" συναντά κανείς πολλές φορές. Εξάλλου  ο Μάτας παραθέτει πολλές από τις υποδείξεις των διάφορων φίλων και δασκάλων του που προσπάθησαν να τον βοηθήσουν στα πρώτα του βήματα. "Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ" είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που μπορεί να βρίσκεται στο κομοδίνο για τα λίγα λεπτά πριν τον ύπνο και να διαβαστεί παράλληλα με ένα πιο δύσπεπτο έργο.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Να ΄μαστε και πάλι

Το καλοκαίρι τελείωσε- επιτέλους!- και μέσα στη βδομάδα επιστρέφουμε με κανονικούς ρυθμούς.Κάθε χρόνο νιώθω μια σχετική ανακούφιση όταν μπει ο Σεπτέμβριος. Καλές οι διακοπές και η ραστώνη, αλλά η θερινή μελαγχολία ,που δε λείπει από κανένα καλοκαίρι, είναι εξαιρετικά βαρύ φορτίο. Ίσως γιατί ο ήσυχος φλοίσβος των κυμάτων ή η ζαλιστική ατμόσφαιρα της άδειας πόλης σε αφήνουν εκτεθειμένο στις πιο μύχιες σκέψεις σου.Το καλοκαίρι σου προσφέρει πάντα χρόνο για να σκεφτείς και να αναμετρηθείς με ο,τι κατάφερνες να προσπερνάς μέσα στην πολυάσχολη καθημερινότητα του χειμώνα. Και ως γνωστόν, κάποιες ταινίες που προβάλλουμε μέσα στο μυαλό μας μπορούν να μας τρελάνουν...

Φέτος το κοντέρ έγραψε πολλά χιλιόμετρα, μια διαρκής τάση  φυγής με έσπρωχνε να εξαφανίζομαι σχεδόν απροετοίμαστα με την παραμικρή ευκαιρία και με οποιαδήποτε παρέα. Ήταν λες και η αίσθηση της κίνησης από μόνη, το τοπίο που έτρεχε μέσα από το τζάμι και η προσδοκία του ταξιδιού έκαναν το μυαλό μου να ξεχνιέται τελείως και να παύει να βλέπει κάποια πράγματα τόσο απαισιόδοξα. 

Διάβασα και βιβλία, άκουσα πάρα πολύ μουσική και είδα μπόλικες ταινίες, όμως έχω την αίσθηση πως και αυτά τα χρησιμοποίησα τελείως χρησιμοθηρικά, placebo για να περνάει η ώρα κάπως ευκολότερα και να φτιάχνει κάπως η διάθεση.Και η κατάληξη είναι ίδια με όλων των καλοκαιριών: χρόνος κύλησε, αφήσαμε πολλά πράγματα πίσω μας, ζήσαμε πολλά, ελπίζουμε να βρούμε και άλλα.

Καλή μας χρονιά.