Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Over the top, boys!

 «Ο Χάρος ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας,της Σκωτίας και της Ιρλανδίας.Ο βασιλιάς της Γαλλίας.Της Ινδίας, της Γερμανίας,της Ιταλίας,της Ρωσίας.Ο αυτοκράτορας όλων των αυτοκρατοριών. Είχε πάρει τους συντρόφους του Γουίλι, είχε παρασύρει έθνη ολόκληρα, και κοίταζε αφ΄ υψηλού  τους αγώνες τους με περιφρόνηση και θυμηδία.Ολόκληρος ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί για να λύσει ένα απροσδιόριστο ζήτημα και ο Χάρος έτριβε περιχαρής τα αιματοβαμμένα του χέρια.[...]Ο πόλεμος ήταν ένας γαμημένος παραλογισμός που είχε αφανίσει τη συντροφιά τους, που είχε αφανίσει μέχρι και τους επιζώντες....»

 Αυτή ήταν η αίσθηση που κυριαρχούσε στα χαρακώματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η ανθρωπότητα παρακολουθούσε και πρωταγωνιστούσε σε βιαιότητες χωρίς προηγούμενο και αυτό που είχε ξεκινήσει σαν μια σύντομη εθνικιστική φιέστα επιστράτευσης εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο που έδινε την εντύπωση πως δεν θα τελείωνε ποτέ. Στο«Μακριά,πολύ μακριά»  (εκδ.Πόλις μτφ Κίκα Καραμβουσάνου, εκπληκτική) ebastian Barry, ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή συγγραφείς στο νησί, ακολουθεί τα βήματα ενός από τα εκατομμύρια των στρατιωτών που συμμετείχαν στις συγκρούσεις.


«Κι εκατομμύρια μανάδες με εκατομμύρια λίτρα μητρικού γάλακτος,εκατομμύρια στιγμές γεμάτες κουβεντούλες και μωρουδίστικα λογάκια, ξύλο και φιλάκια, μάλλινα φανελάκια και παπούτσια,σωριάστηκαν ερείπια στην ιστορία, μέσα σε μουσικές εκκωφαντικές και ραγισμένες, ανθρώπινες ιστορίες ειπωμένες μάταια,στάχτες προς τέρψιν του θανάτου, όλα πεταμένα στη μεγάλη χωματερή των ψυχών, και μαζί όλα αυτά τα εκατομμύρια αγόρια με το μεδούλι της ζωής τους,που έμελλε να αλέσουν οι μυλόπετρες του επερχόμενου πολέμου»


 Ο Γουίλι είναι 18 χρονών στο ξέσπασμα του πολέμου.Όπως χιλιάδες συνομήλικοί του από το Δουβλίνο, σπεύδει να καταταγεί ως εθελοντής στο βρετανικό στρατό προκειμένου να εντυπωσιάσει το κορίτσι του και κυρίως τον πατέρα του ,απέναντι στον οποίο αισθάνεται μειονεκτικά. Κάπως έτσι θα ξεκινήσει η πορεία στη γη του θανάτου, μαζί με μια στρατιά Ιρλανδών πολεμιστών που περιμένουν με τη λήξη του πολέμου να γίνουν πράξη οι εξαγγελίες του στέμματος περί αυτοδιάθεσης της πατρίδας τους.


Πολύ σύντομα όμως όλες οι προσδοκίες τους θα διαψευστούν. Οι Ιρλανδοί στρατιώτες στέλνονται στο σφαγείο της πρώτης γραμμής και αντιμετωπίζονται με τρόπο μειωτικό από τους αξιωματικούς τους, οι οποίοι τους θεωρούν ανίκανους και υπεύθυνους για τις ήττες. Το όνειρο για μια ανεξάρτητη Ιρλανδία απομακρύνεται και έτσι ξεσπά στο Δουβλίνο η πρώτη αιματοβαμμένη ιρλανδική εξέγερση το Πάσχα του 1916. H εξέγερση αυτή σηματοδοτεί την αρχή του ιρλανδικού αγώνα ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα δίνει τις πρώτες ενδείξεις για τον εμφύλιο που θα ακολουθήσει, καθώς πολλοί Ιρλανδοί δεν επιζητούν την αυτοδιάθεση και καταδικάζουν τους στασιαστές ως προδότες που δεν νοιάζονται για το ιρλανδικό αίμα που χύνεται στα χαρακώματα.

«τα αξιοθρήνητα κορόιδα που βγήκαν να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο δίχως να έχουν καν πατρίδα, σκλάβοι της Αγγλίας και βασιλιάδες του τίποτα»


 Το κυριότερο βέβαια είναι η ίδια η τροπή του πολέμου.Ο Μπάρυ με μια γλώσσα πανέμορφα ποιητική, όχι όμως και πομπώδη, σκιαγραφεί την ψυχολογία των στρατιωτών.Χαμένοι μέσα σε μια κόλαση , αναγκασμένοι να κοιμούνται στα λασπωμένα χαρακώματα συντροφιά με ψείρες, αρουραίους,τις ίδιες τους τις ακαθαρσίες και το θάνατο,απονεκρωμένοι από συναισθήματα ,περιμένοντας την επόμενη επίθεση με αέριο που θα τους σκοτώσει στον ύπνο τους οι πολεμιστές  βλέπουν μπροστά τους ένα θεόρατο βουνό και φοβούνται πως κανένα γεγονός δε θα είναι αρκετό για να δώσει ένα οποιοδήποτε τέλος στο μαρτύριο αυτό. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν στην Αγγλία γελοιογραφίες με γέρους στρατιώτες να φυλούν τα χαρακώματα το έτος 1950. Στις περιγραφές του Μπαρύ δεν υπάρχει ο κυνισμός και το πικρό χιούμορ του Σελίν, κυριαρχεί απόλυτα η φρίκη , η καταστροφή και η εξάντληση. λίγοι κατάφεραν να ζωγραφίσουν τέτοιες απίστευτες εικόνες χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις.


«Η λάσπη γράπωνε τις αρβύλες τους λες κι είχε χέρια,τις άδραχνε, τις τραβούσε τραβούσαν και εκείνοι, και με έναν δυσοίωνο ρουφηχτό ήχο κατάφερναν άλλο ένα βήμα….Έπεφταν σωρηδόν. Κάποιοι ανακάλυπταν στους βάλτους σημεία που ήταν πιο βαλτώδη από τα υπόλοιπα και ο βούρκος τους κατάπινε αμέσως ολόκληρους. Βλήματα έπαιρναν κεφάλια. Εκατομμύρια βόλια αναζητούσαν τις βασανισμένες σάρκες, τα στήθη, τους βουβώνες, τα πρόσωπα.Τώρα πολεμούσαν για το τίποτα, για λίγο αέρα και λίγη ασφάλεια, ένα όνειρο ασφάλειας. Μετά το πρώτο χιλιόμετρο ,πολλοί σταματούσαν και περίμεναν να τους βρει ο θάνατος ·και τους έβρισκε.Η πιο φρικτή μοίρα περίμενε τους τραυματίες που ήταν μισοβυθισμένοι στον βούρκο και δέχονατν απανωτές σφαίρες, σαν να είχε πια απαγορευθεί κάθε είδος ανθρώπινης ελπίδας πάνω στη γη. Ήταν μια τρελή πορεία θανάτου, το τέρμα κάθε ζωής και επιθυμίας»


 Και κάπου εκεί έρχεται η απογείωση, κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό εικόνων από ακρωτηριασμένα πτώματα, ανάμεσα στους βούρκους και το δολοφονημένο, δηλητηριασμένο τοπίο της Φλάνδρας ο Μπάρυ κάνει ακόμα και εμάς τη γενιά που δε βίωσε ποτέ της πόλεμο να συλλάβει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τον τρόμο και την παραίτηση μπροστά στην παράνοια του μαζικού ολέθρου.

«Μα υπήρχαν λύκοι ,τελικά;Ή απλώς πρόβατα εναντίον προβάτων;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου