Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ο Αμνός που έγινε Δράκος

"-Είμαι αθώος.Ίσως κάποια στιγμή πιαστεί ο πραγματικός ένοχος.
Μετά στράφηκε στους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος:
-Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι.
Ένα παράγγελμα ακούσθηκε."Επί σκοπόν."Κάποιος ρώτησε τον μελλοθάνατο αν θέλει να δέσουν τα μάτια και τα πόδια του.
-Τα μάτια είπε εκείνος με σιγανή φωνή.
Φαινόταν ψύχραιμος.Έπειτα έμεινε ακίνητος-οι τελευταίες στιγμές της ζωής του.Ξαφνικά έβγαλε μια φωνή:
-Μανούλα μου, είμαι αθώος!
Εφημ.Ακρόπολις"
  

Θεσσαλονίκη 17 Φεβρουαρίου 1968, 7.06π.μ: ο Αρίστος Παγκρατίδης εκτελείται στο Γεντί Κουλέ , καθώς σύμφωνα με τη δικαστική  ετυμηγορία αυτός ήταν ο περιβόητος δράκος του Σέιχ Σου που διέπραξε στυγερά εγκλήματα το πρώτο τετράμηνο του 1959. Μέχρι τέλους ο Παγκρατίδης δεν έπαψε να διακηρύττει την αθωότητά του, τονίζοντας μάλιστα ότι η αρχική ομολογία του ήταν αποτέλεσμα της σωματικής και ψυχολογικής βίας που του ασκήθηκε στο κρατητήριο. Σχεδόν μισό αιώνα μετά ελάχιστοι είναι αυτοί που αμφισβητούν την αθωότητα του νεαρού που κατά πολλούς θυσιάστηκε προκειμένου να πάρουν προαγωγή κάποιοι αστυνομικοί, να προστατευθούν οι πραγματικοί υπαίτιοι και να επανέλθει η τάξη σε μια πόλη που για μεγάλο διάστημα ζούσε υπό το κράτος του φόβου.

Στη διάρκεια της δίκης ήρθαν στο φως αρκετά στοιχεία για την προσωπική ζωή του Παγκρατίδη. Μεγάλωσε στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και παιδί ακόμα είδε τον πατέρα του να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του από ελασίτες. Καταδικασμένος στην φτώχεια, ο Αρίστος μεγάλωσε ουσιαστικά δίχως τη μητέρα του που δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους. Το παρατσούκλι που του είχαν δώσει στη γειτονιά ήταν "γουρούνα" ,επειδή έψαχνε τους κάδους για να χορτάσει την πείνα του. Μια ζωή στην ανέχεια, βιοποριζόταν με δουλειές του ποδαριού, εργαζόμενος ακόμα και ως αρσενική πόρνη για χαρτζιλίκι, ενώ ήταν τακτικός αιμοδότης έναντι μερικών εκατοντάδων δραχμών. Αυτός ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος, που πάνιαζε στη θέα του αίματος, με το μόνιμα φοβισμένο βλέμμα υποτίθεται ότι σκόρπισε το θάνατο .

Με το θέμα αυτό καταπιάνεται και το αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Ο γύρος του θανάτου" (εκδ.Άγρα). Χρησιμοποιώντας υλικό από εφημερίδες της εποχής και πρακτικά της δίκης ο Κοροβίνης διηγείται όσα είναι γνωστά για τη σύντομη ζωή του "Δράκου". Το λόγο παίρνουν 9 διαφορετικοί αφηγητές που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό γνωρίζουν τον Αρίστο. Είναι φανερό πως και ο συγγραφέας συνηγορεί υπέρ της αθωότητας του Παγκρατίδη, καθώς κάθε διήγηση καταλήγει στο παράλογο της καταδικαστικής απόφασης.

"Το μάτι του σαν στριμωγμένου αγριμιού που το 'ζωσε ο φόβος της σφαγής"

Ο "Γύρος του θανάτου" διακρίνεται για τρεις αρετές που το καθιστούν πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Η πρώτη προφανής αρετή δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον μύθο. Το βιβλίο είναι μια καλή ευκαιρία να προσεγγίσει κανείς με εύπεπτο τρόπο αυτήν την ιστορική για την πόλη υπόθεση. Ο Κοροβίνης ,όμως, δεν αρκείται στην σκιαγράφηση του προφίλ του καταδικασθέντα και αναφέρεται ελάχιστα στις κατηγορίες που του απευθύνθηκαν. Και αυτό διότι η υπόθεση Παγκρατίδη είναι απλώς το έναυσμα για ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη των αρχών του ΄60.

Μέσα από τις διηγήσεις προσώπων που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους ζωντανεύει η ιστορία της πόλης, η οποία φαντάζει με σκηνικό εξπρεσιονιστικής ταινίας: μουντή, παρηκμασμένη, με ετερόκλητο πληθυσμό, δεμένη με το έγκλημα. Διαβάζουμε λοιπόν για τις προσφυγικές φτωχογειτονιές της Τούμπας, όπου οι άνθρωποι παλεύουν για το μεροκάματο, συζητάνε στις αυλές τους με τις ώρες (το λεγόμενο μουχαμπέτι) υπό τον ήχο των ρεμπέτικων που έπαιζαν τα γραμμόφωνα και οι περαστικοί  Τσιγγάνοι κάνουν διάφορα μερεμέτια. Μέσα από τη διήγηση ενός αστυνομικού και ενός ασφαλίτη ψηλαφίζουμε το ισχυρό παρακράτος που διαφέντευε για χρόνια την πόλη. Τέλος, μπαίνουμε στα άδυτα του ελκυστικού και ταυτόχρονα απωθητικού περιθωρίου: πόρνες, οι "γυναικωτοί" της ταβέρνας η "Πεθερά", οι χασικλήδες και τα χαμίνια, αυτοί για τους οποίους ποτέ δε βρέθηκε αρκετός χώρος στην επίσημη ιστορία. Μπορεί αυτό το ταξίδι στο παρελθόν να είναι ελλιπές, σίγουρα όμως κατάφερε να με παρασύρει και να με κάνει να βιώσω για λίγο το κλίμα της πόλης.Και αυτό είναι κάτι που μόνο καλοί συγγραφείς μπορούν να σου προσφέρουν. Κάποιες από τις σελίδες του βιβλίου θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γραφτεί από τον σπουδαίο Γιώργο Ιωάννου.

Η τρίτη αρετή του βιβλίου είναι η άνεση, με την οποία ο Κοροβίνης χειρίζεται τόσα διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα. Πιστός σε αυτήν την τεχνική, που καθιερώθηκε στο πλαίσιο της αληθοφάνειας από τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, ο συγγραφέας πλάθει την ταιριαστή γλώσσα για κάθε πρόσωπο που παίρνει το λόγο. Ο αστός συμβολαιογράφος που μένει στην παλιά παραλία μιλάει μια κομψή, ευπρεπή καθαρεύουσα·  οι γνωστοί του Αρίστου διηγούνται σε μια ανεπιτήδευτη λαϊκή γλώσσα με πολλά τουρκικά στοιχεία λόγω της προσφυγικής τους καταγωγής. Το κεφάλαιο που πραγματικά είναι εντυπωσιακό είναι εκείνο, στο οποίο το λόγο παίρνει η "Λολό", που μιλά μια γλώσσα της πιάτσας με δεκάδες λέξεις από την αργκό και τα καλιαρντά (κώδικας επικοινωνίας που αναπτύχθηκε μεταξύ ομοφυλοφίλων του περιθωρίου μετά τον πόλεμο),όπου και αποδεικνύεται στο έπακρο η ικανότητα του συγγραφέα να διηγείται με αυθεντικότητα και ζωντάνια.



εφημερίδα Μακεδονία την ημέρα της εκτέλεσης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου